18 Οκτωβρίου 2010

Συνέντευξη του Χρήστου Λεοντή στο Μετρονόμο (τεύχος 1, 2001)

 

Χρήστος Λεοντής: “Σήμερα θεωρείται ντροπή να παλεύεις για ιδέες και αξίες όπως είναι η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη, χωρίς να περιμένεις υλικό αντάλλαγμα”

του Χρήστου Ασημακόπουλου
(ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 1, 2001)
Μια Πέμπτη του πρώτου χειμώνα της τρίτης χιλιετίας ξεκινήσαμε με το Θανάση για το σπίτι του Χρήστου Λεοντή. Αποδείχτηκε μακρύς ο δρόμος ως την Παιανία. Ωστόσο έτσι είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για το θέμα της συζήτησης με το συνθέτη απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τις δυναμικές εκκινήσεις του λεωφορείου. Η πόλη άρχισε σιγά, σιγά να υποχωρεί και ο θόρυβος έγινε σχεδόν ευχάριστος απόηχος. Το σκοτάδι πήρε τη θέση του καχεκτικού φωτισμού και η διάθεσή μας άρχισε να γίνεται ανάλαφρη. Σε λίγο, ο προσωπικός μου μύθος θα συναντούσε το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου-δημιουργού. Ένα όμορφο κορίτσι πλάϊ μας ξεφύλιζε το Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη. Θεώρησα καλό τον οιωνό.

«Από τη στάση ως το σπίτι είναι ένα τσιγάρο δρόμος» μου λέει ο Θανάσης. Ανάβουμε τους αυτοσχέδιους χρονομετρητές μας και βαδίζουμε σιωπηλοί, προσεκτικοί μαθητές της νυχτερινής γαλήνης και του τοπίου. Στ’ αριστερά μας το νέο αεροδρόμιο προβάρει τους προβολείς του και τα μελλοντικά μας ταξίδια. Το τσιγάρο τελειώνει και το σπίτι φαίνεται λευκό και φιλόξενο.

Ο κύριος Λεοντής μας υποδέχεται στην πόρτα. Η επικοινωνία μας είναι από την πρώτη στιγμή καλή και η συμπεριφορά του απλή και αυθόρμητη όπως όλων των ανθρώπων που απολαμβάνουν την καθημερινή τους εργασία.

Κατεβαίνουμε στο υπόγειο έναν χώρο ζεστό που τον «κλιματίζει» ένα μεγάλο μαύρο πιάνο. Στον τοίχο κρεμασμένη σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες η συνοπτική ιστορία της ελληνικής μουσικής των τελευταίων σαράντα ετών. Το στούντιο ηχογραφήσεων συμπληρώνει το χώρο συνδέοντας το παρελθόν μ’ ένα παρόν νεανικό. Παντού υπάρχουν «πάρτες» του νέου έργου που μόλις ολοκληρώθηκε. Η συζήτηση όπως ήταν φυσικό επικεντρώ-θηκε σ’ αυτό. Σας μεταφέρω τα λόγια του ίδιου του συνθέτη:

«Μόλις τελείωσα τη συνθετική εργασία σε κείμενα εκκλησιαστικά, σε ύμνους εκκλησιαστικούςμε θέμα την Παναγία. Μήτηρ Θεού είναι ο τίτλος κι εγώ επέλεξα να δουλέψω επάνω στον Ακάθιστο Ύμνο. Αυτό είναι ένα καταπληκτικό ποίημα του του Ρωμανού του Μελωδού το οποίο στην εκκλησία δεν έχει συγκεκριμένο ήχο. Είναι από τα πιο αδικημένα μουσικά κείμενα γιατί είναι δοσμένο σε μορφή 'ρεστατίβο'».

Δεν είναι τραγούδι σ’ έναν ήχο και ήταν μια ευκαιρία για ‘μένα να δουλέψω πάνω σ’ αυτό. Δεν έχω καμία πρόθεση να υποκαταστήσω την ψαλμωδία. Απλά επειδή έχω υπάρξει στο παρελθόν ψάλτης ήθελα να ψάλλω αλλά με το δικό μου τρόπο.

Όσοι άκουσαν το έργο ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον όλοι εντόπισαν ένα στοιχείο. Είπαν ότι έτσι φαντάζονται τη μετεξέλιξη της βυζαντινής μουσικής. Αυτή η επισήμανση με έκανε να χαρώ πολύ γιατί ομολογώ ότι συνειδητά ακροβατούσα σ’ ένα σχοινί. Δεν ήθελα να βγει δυτικότροπο. Προσπαθούσα διαρκώς να σκέφτομαι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής μουσικής. Ας πούμε την καθαρή μελωδία πάνω σε ήχους η οποία δεν έχει χρεία καμίας συνοδείας, ούτε αρμονικής, ούτε από όργανα. Γι’ αυτό βλέπεις, ότι υπάρχει η μελωδική γραμμή και μερικά ισοκρατήματα που υποκαθιστούν κατά κάποιο τρόπο τις αρμονίες της δυτικής εκκλησίας. Ένα άλλο κυρίαρχο στοιχείο της βυζαντινής μουσικής είναι η συμμετρία. Δεν μπορείς διαρκώς να ψάλλεις στον πρώτο ήχο, πρέπει να ψάλλεις και στον τέταρτο κι ούτε διαρκώς και σ’ αυτόν. Πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία, ένα μοίρασμα, για να το πω πρακτικά, του χρόνου που θα ψάλλεις τους ήχους. Έτσι εξηγείται και η πολυρυθμία που υπάρχει στη βυζαντινή μουσική. Αναδεικνύει μ΄ αυτόν τον τρόπο τον Θείο Λόγο. Οπότε, οι ρυθμοί του λόγου περνούν στη μουσική κι έτσι υπάρχει και η δυνατότητα επίδειξης, τεχνικής και φωνητικής δεξιοτεχνίας. Αυτό το στοιχείο της συμμετρίας το κράτησα ευλαβικά. Κράτησα στοιχεία διαφορετικών τετραχόρδων και διαφορετικών ήχων, έπαιξα ανάμεσα σε ανατολή και δύση. Δηλαδή κάποια στιγμή ξεκινά η μελωδία μονόφωνα «μπαίνει» με ισοκράτημα, φεύγει, απλώνεται σε τετράφωνη, ξαναμαζεύεται. Από αυτή την άποψη -της διαρκούς αλλαγής- θεωρώ πως έχει ενδιαφέρον. Ξεκινώ, όπως και τελειώνω, με έναν ατόφιο ύμνο, Την ωραιότητα της παρθενίας Σου, αυτό το έργο, το οποίο ονομάζω Σπουδή στον Ακάθιστο Ύμνο. Αρχίζω με την Ωραιότητα με τρόπο και σε ήχο κατανυκτικό και τελειώνω με τον ίδιο ύμνο αλλά πιο δοξαστικό με άλλη εναρμόνιση και άλλη ενορχήστρωση. Εκεί μπορεί να ακούσει κανείς αυτή τη βυζαντινή μελωδία, επεξεργασμένη, σαν να είναι χορικό του Μπαχ. Η σύνθεση της ορχήστρας είναι ένα κουϊντέτο εγχόρδων ή ορχήστρα εγχόρδων -θα σκεφτώ πως θα το κάνουμε- μία άρπα και μία πολίτικη λύρα, η οποία παίζει τα ενδιάμεσα μέρη και έχει ένα χρώμα από τη μελαγχολία της ανατολής. Επίσης υπάρχει ένα όμποε κι ένα συνθεζάϊζερ για τους ισοκράτες. Η ορχήστρα έχει λοιπόν τρεις πόλους: τη λύρα που έχει κυρίαρχο ρόλο, το σύγχρονο ηλεκτρικό ήχο του συνθεζάϊζερ και μία κλασική ορχήστρα ή κουϊντέτο εγχόρδων (βιολιά, βιόλα, τσέλο, μπάσο). Έτσι δημιουργείται ένα τρίγωνο που πατάει στέρεα.

Υπάρχει εξαιρετική μικτή χορωδία -του Δήμου Κηφησιάς- που αποτελείται από νέους και νέες, από το μονόφωνο, μέχρι το τετράφωνο μέρος. Υπάρχει ο τραγουδιστής, ο Μανώλης Λιδάκης και θα δοκιμάσω να εντάξω στο πρώτο μέρος τη Νένα Βενετσάνου. Υπάρχουν κάποια τεχνικά προβλήματα για να το πετύχω αυτό. Ελπίζω όμως ότι θα τα λύσω. Αυτό θα είναι το σύνολο της εργασίας την οποία οι παραγωγοί, η Μονή Κουτλουμουσίου δηλαδή θα προσπαθήσουν να την κυκλοφορήσουν μέσα Μαρτίου».

Σ’ αυτό το σημείο γίνεται μια μικρή παύση, καθώς εισβάλλουν στο δωμάτιο ο Νείλος και η Φρύνη -οι δύο αγαπημένοι σκύλοι του συνθέτη- με διάθεση να μονοπωλήσουν την προσοχή μας και το καταφέρνουν χωρίς δυσκολία. Είναι άλλωστε οι πρώτοι και οι πιο ευλαβικοί ακροατές των έργων του. Η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμα πιο ευχάριστη και η συζήτηση επεκτείνεται και σε άλλα θέματα. Αναγκαστήκαμε να επιστρατεύσουμε τη λιγοστή πειθαρχία που διαθέτουμε, για να ανοίξουμε πάλι το κασσετόφωνο και να κάνουμε μία από τις λίγες ερωτήσεις αυτή της κάπως ανορθόδοξης συνέντευξης.

Πώς ξεκίνησε η αρχική ιδέα για τη δημιουργία της «σπουδής»;

Η Μονή Κουτλουμουσίου έχει κάνει την παραγωγή σε τέσσερα ακόμα cd στο παρελθόν. Αυτή τη φορά, με πήρε τηλέφωνο η Άννα Συνοδινού και ζήτησε τη συνεργασία μου. Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι στο cd εκτός από το μουσικό μέρος που ήδη αναφέραμε θα περιέχονται κι άλλα πράγματα. Υπάρχουν κείμενα Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων που αναφέρονται στην Παναγία και τα διαβάζουν ηθοποιοί και μη, όπως η κυρία Πιττακή και ο Άρης Λεμπεσόπουλος. Ακούγεται το ποίημα του Σικελιανού Μήτηρ Θεού το οποίο διαβάζουν η Άννα Συνοδινού και η γυναίκα του Σικελιανού, Άννα. Επίσης ακούγεται το ποίημα του Κωστή Παλαμά Ξωκκλήσι. Πρόκειται συνολικά για μια μεγάλη παραγωγή από ανθρώπους που είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένοι. Εγώ σ’ αυτό το τμήμα του έργου θα γράψω τα μουσικά περάσματα από το ένα ποίημα στο άλλο. Εκεί δεν θα χρησιμοποιήσω δικές μου μελωδίες, αλλά θα διαλέξω μελωδικά θέματα, από αγαπημένους ύμνους της Παναγίας».

Σκοπός αυτής της συζήτησης ήταν από την αρχή να αναφερθούμε στο μέλλον και όχι στο πλούσιο μουσικό παρελθόν του Χρήστου Λεοντή που είναι λίγο ή πολύ γνωστό, χιλιοτραγουδισμένο και καταξιωμένο στη συνείδηση και των πιο απαιτητικών ακροατών. Ο συνθέτης αναφέρθηκε σ’ αυτό το μέλλον σχολιάζοντας παράλληλα την τρέχουσα πραγματικότητα: «Υπάρχει αυτή τη στιγμή μία τρέχουσα νοοτροπία. Η νοοτροπία της παραίτησης και της απαξίας και για να το πω με πιο σκληρό τρόπο, της χυδαιότητας και της ασχήμιας. Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχει πάρα πολύς κόσμος, ο οποίος λόγω αξιοπρέπειας και ήθους δεν «βγαίνει» μπροστά. Δεν μπορείς σ’ ένα θρασίμι να υψώσεις τη φωνή, παρά μόνο να προσπαθήσεις να πεις με χαμηλούς τόνους, αυτό που θεωρείς σωστό κι ανθρώπινο σε ανθρώπους που έχουν αυτιά, που θέλουν να ακούσουν. Να δώσεις το μήνυμα και σ’ άλλους ανθρώπους που κάτι περιμένουν: Ξέρετε; Δεν έχουμε χαθεί , εδώ είμαστε μη φοβάστε! Κρατείστε το κουράγιο σας, δεν είστε μόνοι! Αυτό προσπαθώ να κάνω. Αν πάνε όλα καλά, το καλοκαίρι στο Ηρώδειο θα παρουσιάσω δύο έργα, την Κατάσταση πολιορκίας του Μίκη Θεοδωράκη και το Καπνισμένο τσουκάλι. Θεωρώ ότι αυτά τα δύο έργα εκφράζουν με απόλυτο τρόπο την αντίδραση ενός ολόκληρου λαού σε μια κατάσταση ανελευθερίας. Εμείς εκείνη την ώρα, ο Μίκης κι εγώ, εκφράζαμε, όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε, αυτό που πίστευε και ήθελε ένας ολόκληρος λαός. Παρουσιάζοντας πάλι αυτά τα έργα θέλω να πω, ότι δεν είναι ντροπή να λες ότι αγωνίστηκες. Με την απαξία που επικρατεί σήμερα, θεωρείται ντροπή να παλεύεις για ιδέες και αξίες, όπως είναι η αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη, χωρίς να περιμένεις υλικό αντάλλαγμα. Θέλω, με τις όποιες μικρές μου δυνάμεις, να θυμίσω στους ανθρώπους ότι η ανοχή πρέπει να έχει και ένα όριο. Μια και νιώθω, ότι χάνονται οι «αρμονικές» της ζωής. Και είναι αυτές οι αρμονικές που δίνουν όλη τη γλύκα και την ομορφιά στη μουσική και τη ζωή».

Η ώρα είναι περασμένα μεσάνυχτα. Καθώς βγαίνουμε απ’ το σπίτι ένα αεράκι δροσίζει τα πρόσωπά μας. Είμαστε ανάλαφροι και αισιόδοξοι, μπολιασμένοι με το πάθος αυτού του ανθρώπου, που ανταποκρίθηκε στο «μύθο» που είχαμε γι’ αυτόν και η πραγματικότητά του τον ξεπέρασε. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι η ψυχή της μουσικής του είναι η δική του ψυχή φτιαγμένη από τα ίδια υλικά, τα αιώνια υλικά της δημιουργίας, που άφθονα διαθέτει ο εξαίρετος κύριος Λεοντής. Μέρες αργότερα άκουγα τον απόηχο της φωνής του:
«Είμαστε εδώ μη φοβάστε!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: