15 Μαΐου 2007

Συνέντευξη Νίκου Παπάζογλου - τεύχος 11 (2003)

Νίκος Παπάζογλου
“To καλό τραγούδι κυλάει σαν το νερό κάτω από την ψάθα”
του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
Ακριβοθώρητος ο Νίκος Παπάζογλου στο πάλκο και στη δισκογραφία, είχε πάντα την ευφυΐα να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να μας αιφνιδιάζει, και το ταλέντο να εκπλήττει ευχάριστα με τις δουλειές του. Ένας Σαλονικιός τροβαδούρος που μένει πιστός στην πόλη του και στο καλό λαϊκό τραγούδι. Κι αν λόγω καιρικών συνθηκών αναβλήθηκε η συναυλία του στον Λυκαβηττό, εμείς τον συναντήσαμε στην γραφική Πλάκα και μιλήσαμε για τα παλιά και τα καινούρια. Μια συνομιλία, ας πούμε εν αναμονή του καινούριου του δίσκου.
Να ξεκινήσουμε από τα τωρινά ή από τα παλιά;
Ε, ας πάμε μια φορά κι από τα τωρινά! Από τον Οκτώβριο στρωνόμαστε στο στούντιο. Θα έχω τέσσερις από τους μουσικούς που συνεργαζόμαστε στην παράσταση που παίζαμε πέρσι με τον Διονύση Σαββόπουλο εδώ και φέτος την παρουσιάζουμε στη Θεσσαλονίκη. Έτσι με 3-4 ώρες τη μέρα δουλειά, ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά και μέχρι τις γιορτές θα έχουμε καινούριο δίσκο, γεμάτο καλά τραγούδια που παιδεύτηκα πάρα πολύ να μαζέψω, αλλά έγινε.
Γιατί αργά και που οι δίσκοι σου, αλλά και οι εμφανίσεις;
Ας πάρουμε πρώτα τη δισκογραφία.

Η δική μου συχνότητα κυκλοφοριών ήταν γύρω στα 4 χρόνια, αυτή τη φορά είναι περισσότερα, 6 και... Φταίω κι εγώ σίγουρα, αλλά επίσης και οι στίχοι που δέχομαι δεν ήταν αρκετά δυνατοί να τους ζηλέψω, να με εμπνεύσουν, ν' ακούσω τη μουσική τους και να κάτσω να φτιάξω τραγούδια.
Εν αρχή ην ο στίχος;
Εν αρχή είναι ο στίχος σίγουρα, γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι το τραγούδι σαν καλλιτεχνικό μόρφωμα προέρχεται από την ποίηση.
Εσύ όμως φτιάχνεις μουσική, δεν είναι και αυτό το ίδιο σημαντικό;
Είναι αλλά για μένα κινητήρια δύναμη πίσω από ένα τραγούδι είναι ο στίχος. Αυτό που συμβαίνει σε μένα, αν έχω ένα φυσικό ταλέντο σε σχέση με αυτά, είναι, ότι όταν διαβάσω ένα στίχο και με ζεστάνει με ένα τρόπο, θαρρείς και ακούω
τη μουσική του, σαν κουβάρι στην αρχή. Και μετά επειδή έχω μεγάλη τριβή με το αντικείμενο, από εκείνο το κουβάρι, σιγά- σιγά φτιάχνω... πουλόβερ.
Έχεις δοκιμάσει ποτέ να γράψεις την μουσική πρώτα και μετά να μπουν οι στίχοι;
Όχι! Ξέρω ότι πολλούς βολεύει αυτό. Εμένα δεν μου βγήκε ποτέ έτσι.
Μερικές φορές η μουσική ψάχνει να ντυθεί τον στίχο.
Πάντως έχω ακούσει τέτοιου είδους κατασκευές και φαίνεται, και δεν μ' αρέσει τις περισσότερες φορές. Επειδή αυτός που έχει γράψει πρώτα τη μελωδία δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, τις τονίζει παροξύτονα, φαίνεται ότι είναι ένας γάμος από συνοικέσιο, που δεν πέτυχες κιόλας. Γιατί ο γάμος από συνοικέσιο δεν είναι πάντα αποτυχημένος.
Η προξενήτρα για σένα είναι ο στίχος...
Μάλλον όχι, έρχεται η ίδια η νύφη, δεν χρειάζεται προξενιό.
Η αργοπορία στις εμφανίσεις;
Σε κλειστούς χώρους έχω δουλέψει ελάχιστα, γιατί θέτουν όρους με τους οποίους δεν μπορώ πάντα να λειτουργήσω. Ενώ όταν επιλέγω έναν ουδέτερο υπαίθριο χώρο, πηγαίνω με τους δικούς μου όρους, έχω την ευθύνη του πώς θα εξελιχθεί όλο τον έλεγχο, ακόμα και που θα στηθούν τα μεγάφωνα.
Έκανες όμως μια εξαίρεση για τον Νιόνιο.
Έκανα μια εξαίρεση με το Νιόνιο γιατί τον αγαπώ πάρα πολύ και ήξερα ότι θα περάσουμε καλά. Κάναμε πολύ ωραίο πρόγραμμα, το χάρηκαν ίσα με 80.000 ψυχές και τώρα το μεταφέρουμε στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε το χειμώνα έχω κι άλλες δουλειές που δεν θέλω να τις αφήσω.
Οι... άνεργοι των συγκροτημάτων
Στη Θεσσαλονίκη δεν έπαιζες σε κλειστούς χώρους;
Όχι, έχω να παίξω πολλά χρόνια. Κάποιοι φίλοι με μικρά μαγαζιά, όταν είχαν ρεπό, κάθε Πέμπτη, ας πούμε, πήγαινα κι έκανα κατάληψη με 3-4 μουσικούς και βγάζαμε ένα πρόγραμμα για τη διατήρηση της... πτητικής ικανότητος.
Έχεις απέχθεια στη νύχτα;
Στη νύχτα όχι, το μόνο που με απωθεί είναι ότι πρέπει να δεχθώ ολόκληρο πλέγμα όρων με το οποίο δεν συμφωνώ. Υπάρχουν όμως και χώροι που σου επιτρέπουν να απλωθείς μέσα και να τον φέρεις στα μέτρα σου, όπως είναι η Υδρόγειος στη Θεσσαλονίκη, όπου έπαιξα πρόπερσι για 2-3 εβδομάδες ή η Αποθήκη του Μύλου.
Οι άλλοι καλλιτέχνες πρέπει να έχουν μεγάλο πρόβλημα με τους χώρους;
Όχι δεν έχουν. Και για μένα είναι μικρό το πρόβλημα με τους χώρους όπως το περιέγραψα. Υπάρχει και άλλο πιο σημαντικό. Δεν μπορώ να κρατήσω ορχήστρα τον χειμώνα. Οι μουσικοί μου, ζώντας σε μια επαρχιακή πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, είναι αναγκασμένοι να κλείνονται σε δουλειές για ολόκληρη σαιζόν. Το επιχείρησα μια φορά και κόντεψα να φαλιρίσω.
Ο καλλιτέχνης σήμερα αν δεν έχει ένα χορηγό, είτε με την έννοια ενός μεγάλου κέντρου ή με αυτή του χρηματοδότη, αντιμετωπίζει δυσκολίες;
Δεν είχα ποτέ κανένα χορηγό, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αλλά μπαίνω στον κόπο να θεωρώ τα δικά μου εισιτήρια, να έχω όλο το αλισβερίσι με το ΙΚΑ, με την εφορία, να συντηρώ ένα γραφείο από όπου συντονίζονται τα πράγματα... Αυτός είναι ένας μεγάλος κόπος που δεν θα ήθελε κάποιος να τον υφίσταται.
Είσαι καλλιτέχνης επιχειρηματίας...
Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ζω στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχε υπόβαθρο. Ο μηχανισμός αυτός ήταν ανύπαρκτος. Να σκεφθείς ότι για να ηχογραφήσω έπρεπε να κάνω και το στούντιο.
Για πες μας δυο λόγια για αυτή την μουσική κυψέλη.
Ήταν το 1972 όταν πια η θητεία μου στα συγκροτήματα τελείωσε επειδή αντικατασταθήκαμε από τα πικάπ στις ντίσκο. Επί δυο χρόνια επιδόθηκα να φτιάχνω δικά μου τραγούδια και γεννήθηκε η ανάγκη να τα ηχογραφήσω. Λόγω του ότι είμαι προσφυγικής καταγωγής και κατασκευαστής και ως εκ τούτου επιβιωτής, το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα, ήταν να φτιάξω ένα στούντιο. Είχα μια καλή τριβή με τα ηλεκτρονικά και την τεχνολογία. Στο πρώτο στούντιο είχε γραφτεί και Η εκδίκηση της γυφτιάς. Τα περισσότερα μηχανήματα χειροποίητα, μόνος μου τα είχα φτιάξει. Το κρατώ ακόμα αν και σήμερα έχει γεμίσει η Θεσσαλονίκη από στούντιο.
Το «Αγροτικό» που ήταν και είναι φυτώριο καλλιτεχνών, ή και ηχοληπτών, επιβιωτών;
Των πάντων. Αυτό ήταν το πολύ καλό που προέκυψε. Ότι έγινε πυρήνας κίνησης τεχνιτών, καλλιτεχνών, τραγουδιστών, μουσικών και ξαφνικά δημιουργήθηκε ένας ιστός, είχαμε μια μεταξύ μας επαφή όλοι. Ό,τι συνέβαινε στη μια άκρη το αντιλαμβανότανε και η άλλη. Έτσι βγήκανε στην επιφάνεια νέοι τραγουδοποιοί πολύ σημαντικοί οι οποίοι έχουν προικίσει τον ελληνικό λαό με τραγούδια καλά.
Μετά από 30 τόσα χρόνια υπάρχει μια σπουδαία
μουσική κατάθεση από τη Βόρεια Ελλάδα.
Για όσο βοήθησα εγώ είμαι πολύ περήφανος. Βοήθησα να βγει προς τα έξω το έργο τους. Ο Μάλαμας, ας πούμε, ήταν μουσικός στην ορχήστρα μου επί 4 χρόνια. Ήξερα ότι είχε κάνει αυτά τα τραγούδια. Γυρνούσε το παιδί σε εταιρείες και δεν ενδιαφερόταν κανένας, απλώς επειδή αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν ότι υπάρχει εκεί πέρα περιεχόμενο. Ότι αν βοηθούνταν το παιδί στην αρχή και ξεφορτωνόταν τα πρώτα του τραγούδια –τρόπος του λέγειν ξεφορτωνόταν– αν δηλαδή βρίσκανε διέξοδο, θα πήγαινε και παρακάτω και θα έφτιαχνε σημαντικά πράγματα, όπως και έγινε. Κι εγώ βοηθήθηκα πολύ από ανθρώπους σαν τον Σαββόπουλο και τον Χατζιδάκι και δεν αισθάνομαι ότι έκανα τίποτα σπουδαίο. Και από αυτά τα παιδιά έμαθα κι εγώ πράγματα. Ήταν αμφίδρομο το πήγαινε-έλα της γνώσης, της χαράς
Κάνατε μια τομή ή ένα μέρος της τομής στο ελληνικό τραγούδι με την Εκδίκηση της γυφτιάς και Τα δήθεν, αυτό πώς προέκυψε;
Εμείς που βρεθήκαμε ως χορωδοί, στη χορωδία των Αχαρναίων που ανέβασε τότε ο Διονύσης, δηλαδή ο Ρασούλης, ο Κατσιμίχας, ο Ζιώγαλας, η Τανάγρη και πολλά άλλα παιδιά προερχόμασταν από τα συντρίμμια των συγκροτημάτων οι πιο πολλοί. Ήμασταν ξαφνικά άνεργοι και με μερικά πράγματα στια αποσκευές του ο καθένας.
Για να κάνουμε μια παρένθεση. Μετά τα ελληνικά ροκ συγκροτήματα που εν πολλοίς ήταν τυποποίηση και μίμηση ξένων ακουσμάτων, βρεθήκατε άνεργοι επειδή δεν σας ήθελε πια το εμπορικό κύκλωμα ή γιατί η επερχόμενη ωριμότητα «έβλεπε» ότι αλλού πάει η εγχώρια μουσική δημιουργία;
Δεν αντιγράφαμε απλώς ή μιμούμασταν το τι συνέβαινε στην Αγγλία και την Αμερική. Μας αφορούσε αυτό! Και μέσα από τις επιλογές αυτού του ρεπερτορίου εκφραζόμασταν. Μην ξεχνάς ότι ήταν τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η καταπίεση μέσα στη δικτατορία μεγάλη. Ήμασταν σε απόλυτη επικοινωνία με τα αντιπολεμικά κινήματα.
Σαν ρεύμα όμως ήταν τυποποιημένα τα κομμάτια, ή δεν ήταν;
Μας αφορούσε η αντιπολεμική μπαλάντα. Υπήρχε μια τυποποίηση, αλλά για την εποχή που μιλάμε, αυτά τα τραγούδια ήταν παράνομα και για τις χώρες παραγωγής τους, δεν τα παίζανε οι κρατικοί και οι μεγάλοι σταθμοί. Γιατί απέπνεαν ανατροπή. Η τυποποιημένη μουσική που λες, πήρε μερικά στοιχεία από το ροκ της δεκαετίας του 1960, κυρίως το ρυθμικό στοιχείο και τραγουδούσε σαχλαμάρες.
Η εκδίκηση της... παράδοσης
Πάντως κάνατε μια γενναία στροφή.
Αυτή την περίοδο ξαναήρθε στα χείλη η μητρική γλώσσα, γιατί εγώ από εκείνο τον καιρό ακόμα έφτιαχνα τραγούδια που οι μελωδίες ήταν τροπικές, παράδειγμα κάποια είπε ο Πασχάλης το 1969, δεν ήταν χαζοπόπ. Εν πάση περιπτώσει ξαναζωντάνεψε μέσα μου η μητρική γλώσσα, άρχισαν να τη σπουδάζω. Πλησίασα την παραδοσιακή μουσική, σιγά-σιγά το ρεμπέτικο...
Με τον Ξυδάκη και τους άλλους κάνατε δίσκους που άνοιξαν δρόμους.
Ήταν οι παράλληλες προσπάθειες πολλών ατόμων που προέρχονταν από τον ίδιο συντετριμμένο χώρο.
Οι άνεργοι των συγκροτημάτων πήγαν όμως μίλια μακρύτερα.
Γιατί δεν αποδεχόμασταν το κλίμα της εποχής, που ήταν μελοποιημένα ποιήματα ποιητών εγκεκριμένων υπό του κράτους, τα οποία ήταν φτιαγμένα με το ζόρι, απόπνεαν μιζέρια.
Την εποχή της έντονης πολιτικοποίησης και στο τραγούδι παίξατε το κεφάλι σας.
Γράφτηκαν απίστευτα πράγματα για αυτά που κάναμε. Λέγανε ότι αυτοί μας κοροϊδεύουν με δήθεν λαϊκά τραγούδια. Τι πάει να πει «μη μ' αποκαλείς τεμπέλη και μου σπας το ηθικό». Ίσως ήταν η ίδια ανατρεπτική διάθεση με την οποία παλιότερα παίζαμε ροκ εντ ρολ. Απογοητευτήκαμε από τις κριτικές που γράφτηκαν για την Εκδίκηση. Για ενάμιση χρόνο δεν πήγε κανείς μας να ρωτήσει πώς πάει ο δίσκος, για τα ποσοστά. Με εμένα συνέβη το εξής εκπληκτικό, φαντάζομαι ότι ο Ξυδάκης και ο Ρασούλης είχαν άλλες εμπειρίες. Ένα βράδυ γυρνώντας με την μοτοσικλέτα στο σπίτι με πλησιάζει μια άλλη μηχανή με ένα ζευγάρι. Μου λένε πως είναι από τον Φοιτητικό Όμιλο Θεάτρου Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ζητάνε να κάνουμε μια συναυλία στο μικρό αμφιθέατρο της Νομικής. Λέω «ρε παιδιά πού τα ξέρετε εσείς αυτά τα τραγούδια;». «Πως δεν θα ξέρουμε, αφού όλος ο κόσμος τα ξέρει» μου απαντούν. Φτιάχνω πως και πως μια ορχηστρούλα, μάλιστα μπουζούκι έπαιζε ένας γιατρός Αθηναίος, ο Σιδερής. Πάμε και παίζουμε. Βρίσκομαι σε ένα αμφιθέατρο να ασφυκτιά και να ξέρουν τα λόγια, να τραγουδάνε μαζί μου. Να χορεύουν, να το χαίρονται. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Πώς έγινε αυτό το πράγμα; Αυτά τα τραγούδια κινήθηκαν όπως το νερό κάτω από την ψάθα, κυριολεκτικά...
Τα είδανε ως μια διέξοδο στην εκμετάλλευση του πολιτκού
τραγουδιού από τις εταιρείες.
Πάρα πολλά παιδιά που έβγαιναν εκείνη την εποχή ,ακολουθούσαν το παράδειγμα αυτό και γέμισε ο τόπος κακοτεχνία. Δε μιλάμε για τα τραγούδια που έκαναν ο Θεοδωράκης, ή ο Λοϊζος, ή ο Χατζιδάκις. Αλλοίμονο! Από τους μιμητές που βρήκαν οι εταιρείες, από τις ρέπλικες γέμισε η αγορά, έλεγες αμάν ρε παιδάκι μου!
Χάθηκαν και ταλέντα σε αυτήν την πρόχειρη βιοτεχνία.
Ναι κι αυτό είναι το λυπηρό.
Ήσασταν «απολίτικοι» τότε;
Όχι, ήμασταν βαθειά πολιτικοποιημένοι, δεν ήμασταν όμως κομματικοποιημένοι. Εκείνο τον καιρό όποιος έμπαινε σε κόμμα άνοιγε μαγαζάκι. Αυτό για ανθρώπους τόσο αντικομφορμιστές όπως εμείς, ήταν ανήκουστο. Είχε το κόστος. Γιατί οι κομματικοποιημένοι άνθρωποι, άσχετα αν είσαι στο αντίθετο κόμμα, αρκεί να είσαι σε κάποιο κόμμα, σε αναγνωρίζουν. Αν δεν είσαι πουθενά είναι σαν να μην υπάρχεις για αυτούς.
Με την απόσταση του χρόνου λοιπόν, ποια ήταν τα στοιχεία που σας έκαναν αναγνωρίσιμους στον κόσμο;
Τα τραγούδια μας είχαν φτιαχτεί άδολα, για τη χαρά της δημιουργίας, τα λέγαμε σε φίλους. Ξέραμε ότι κάναμε κάτι που άξιζε τον κόπο, από εκεί και πέρα τα πήρε ο κόσμος. Μετά τη συναυλία που σου είπα, οργάνωσα ένα μικρό γκρουπ κι όπου μας φωνάζανε πηγαίναμε και παίζαμε. Μεγάλωνε το ακροατήριο, ξέραμε την εσωτερική δύναμη που είχαν.
Σήμερα που υπάρχουν τόσα προβλήματα στον κόσμο γιατί
το εμπορικό τραγούδι δεν έχει εσωτερική δύναμη;
Τα τραγούδια, όπως σου είπα, ήταν άδολα με υλικά κατευθείαν βγαλμένα από την ψυχή μας. Αυτά στα οποία φαντάζομαι ότι αναφέρεσαι είναι φτιαγμένα δόλια, για να κολακέψουν το κοινό και το ακροατήριο πολύ συγκεκριμένων χώρων. Όπως για παράδειγμα κάποτε το λαϊκό τραγούδι διαβρώθηκε από κομμάτια τύπου «από δω η γυναίκα μου κι από εκεί το αίσθημά μου», παίνευε ας πούμε το χοντρό με την ωραία γκομενούλα που είχε στο τραπέζι. Είναι πράγματα με τα οποία δεν θα έπρεπε να ασχολούμαστε καν. Είναι για να καταναλίσκονται σε πολύ ειδικούς χώρους.
Στρωματσάδα και κάτω
Ναι άλλα ο κοσμάκης έχει προβλήματα, το μεροκάματο, η μόρφωση... δεν βλέπω όμως να έχει ενδιαφέρον να τα εκφράσει λαϊκά...
Ίσως να έχεις πέσει κι εσύ στην παγίδα που έχει στήσει σε όλο τον κόσμο η τηλεόραση. Θεωρείται έγκυρη επειδή έχει να κάνει με το μάτι. Αν ρωτήσεις έναν οποιονδήποτε άνθρωπο για κάτι θα σου πει «μα το έδειξε η τηλεόραση!». Η εικόνα είναι δεσμευτική και δεν σηκώνει αντίρρηση. Τώρα τι να του πεις, ότι μια σκηνή τη μοντάρω όπως θέλω και σου βγάζω ό,τι νόημα θέλω; Δώσανε και αγαλματάκια σε τραγουδιστές. Τι δουλειά έχει αυτό το πράγμα με τον αγώνα που δίνουμε ένα σωρό παιδιά, για να κάνουνε ωραία τραγούδια, που δεν θα βρούνε ποτέ την τύχη να τα προβάλει η τηλεόραση με την ψευτοεγκυρότητα που έχει.
Δώσανε όμως με την παρουσία τους άλλοθι και άξιοι καλλιτέχνες. Τι έχεις να πεις;
Αυτό είναι άκρατος φαρισαϊσμός κι έχει να κάνει με το κυρίαρχο ήθος αυτού του χώρου, που η τηλεόραση φρόντισε και το έριξε πάρα πολύ χαμηλά. Τώρα πλέον είναι στρωματσάδα και κάτω. Είναι απίστευτος ο εξευτελισμός του ελληνικού τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που δεν τον ανέλαβαν Ελλαδίτες. Αν προσέξεις, οι περισσότεροι προέρχονται από την Κύπρο, από το Λονδίνο, από την ομογένεια. Οι πιο πολλοί, και Ελλαδίτες καλλιτέχνες, δεν έχουν ενδοιασμό να γεμίσουν την αφίσα της συναυλίας τους με 15 χορηγούς. Για μένα απαράδεκτο αυτό το πράγμα, να δέχεσαι όρους. Θα μας καταντήσει και εμάς σαν τους ποδοσφαιριστές που γράφουν το όνομα του χορηγού πάνω κι από το όνομα της ομάδας τους.
Αντίλογος, έχουν λεφτά ρε φίλε, πού θα βρω εγώ τόσα εκατομμύρια για να κάνω μια σειρά συναυλιών;
Το μόνο που έχω να πω είναι πώς τα καταφέρνω εγώ. Μπαίνω σε τεράστιο κόπο να τις οργανώνω μόνος μου και το έχω πάρει απόφαση. Πηγαίνω οπουδήποτε στην Ελλάδα και στον κόσμο υπάρχουν φίλοι των τραγουδιών μου. Από τις 30 συναυλίες που θα κάνω οι 10 θα είναι ψυχικό, οι άλλες 10 θα είναι ίσα βάρκα ίσα νερά και θα υπάρξουν και 5-10 κερδοφόρες που θα βγάλω τα σπασμένα και θα είμαστε όλοι μια χαρά. Και οι μουσικοί δούλεψαν και έχουν αμειφθεί καλά, και αυτός που με τα ηχητικά τρέχει από πίσω μου με την νταλίκα, και το τραγούδι υπηρετήθηκε σωστά, και πήγαμε και σε χώρους, σαν το Αγαθονήσι που έχει 50 κατοίκους και τους παίξαμε. Που αλλιώς δεν θα μπορούσε κανείς να πάει, εκτός αν έγλυφε κατουρημένες ποδιές σε κανένα υπουργείο.
Νιώθεις μοναχικός, δον Κιχώτης;
Όχι! Μια χαρά νοιώθω, Ιππέας, ναι! Έχει πολύ κόπο αλλά και ικανοποίηση. Είναι και το ότι δεν έχω ποτέ επιτρέψει να θιγεί η αξιοπρέπειά μου. Καλή ώρα ο Πόρος στην Κεφαλονιά, ένα θεατράκι που παίρνει 300 άτομα. Πήγαμε παίξαμε. Τυπώσαμε δικά μας εισιτήρια. Εντάξει, δεν βγήκανε ούτε τα έξοδα. Δεν πειράζει! Πήγαμε λίγο παραδίπλα, κάναμε μια μεγαλύτερη, τα καλύψαμε. Μας έμαθε ο κόσμος. Ήταν το καλοκαιρινό ορόσημο.
Οι νεώτεροι όμως δεν έχουν την ωριμότητα και τον τσαγανό σας. Πρέπει να νοιώθουν λίγο κόμπλεξ που δεν τους παίζουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης;
Δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε πάντως να τους αφορά. Να μην αφήνουν την επαφή των τραγουδιών τους με τους αποδέκτες, σε κανέναν άλλο, να πηγαίνουν να τραγουδάνε δια ζώσης στο κοινό τους.
Μετά την Εκδίκηση της γυφτιάς και τους άλλους δίσκους, ο καθένας από την παρέα σας τράβηξε το δρόμο του και....
Δυστυχώς...
...και ευτυχώς, γιατί ο καθένας έβγαλε και δέκα φυντάνια.
Θα μπορούσαμε όμως και μαζί να κάναμε πράγματα όμως, γιατί υπήρχε μια πολύ καλή χημεία. Αλλά όπως γίνεται και με τα συγκροτήματα πέφτουν απάνω οι λύκοι. Ξέρεις, για να φάνε οι λύκοι ένα κατσίκι πρέπει να το ξεμοναχιάσουν από το κοπάδι. Εμείς ήμασταν ένα ωραίο κοπαδάκι.
Το «χωριό» που αντιστέκεται
Μετά εσύ πειραματίστηκες με άλλα πράγματα.
Εγώ δεν ήθελα να εγκαταλείψω το «χωριό μου», τη Θεσσαλονίκη. Με έτρωγε να κάνω πράγματα. Έπρεπε να εφεύρω όλους τους τρόπους για να το καταφέρω. Δεν αισθάνομαι μοναχικός. Έχω πάρα πολύ καλή παρέα από αυτήν την διαδρομή, κοινή πορεία με επιτυχία και αποτυχίες, άλματα και σημειωτόν. Ο πιο δύσκολος δρόμος, με ένα φίλο μπορεί να γίνεται περίπατος.
Μπήκες ποτέ στον πειρασμό να κάνεις 5-6 σουξεδάκια,
κάπως υποφερτά για να σου φέρουν λεφτά;
Όχι, εγώ είμαι εργάτης του τραγουδιού, το αγαπώ. Το τραγούδι μου έχει δώσει τα πάντα, δεν θα το απαξιώσω ποτέ. Μόνο καλά τραγούδια θέλω να τραγουδάω.
Για να περάσουμε τώρα στη μεγάλη μουσική γενιά της Θεσσαλονίκης.
Γίνανε όλοι Αθηναίοι. Άδειασε η Θεσσαλονίκη, και οι καλοί μας μουσικοί, και οι καλοί μας τραγουδιστές γίνανε Αθηναίοι...
Το λες με πίκρα.
Το λέω με πολύ μεγάλη πίκρα γιατί η Θεσσαλονίκη δεν μπόρεσε να κρατήσει τίποτα. Να σκεφθείς ότι δεν έχουμε ούτε ένα καράβι, ολόκληρη Θεσσαλονίκη, για να παίρνει τη νεολαία να την πηγαίνει, ας πούμε, στη Σκόπελο. Η Θεσσαλονίκη έχει πάρει από την Αθήνα μόνο τα κακά της. Περιμένει ακόμα οι ντόπιοι καλλιτέχνες να περάσουν από την Αθήνα, να πάρουν πιστοποιητικό καλλιτεχνικών φρονημάτων και μετά να τους αποδεχτεί.
Αυτό είναι το σύνδρομο της επαρχίας, και στο Βόλο το έχουμε πάθει.
Μπράβο! Είναι καραεπαρχία ρε γαμώτο κι είναι κρίμα! Μόλις κάποιος κάτι κάνει, έρχεται στην Αθήνα επειδή εκεί είναι η αποδοχή και η κονομησιά μεγαλύτερη.
Και τον ξεσχίζουν εδώ τα κυκλώματα.
Α! δεν το ξέρει αυτό. Δεν το ξέρει ότι τρέχει σα κοτόπουλο σφαγμένο. Μετά έχει κάνει στην Αθήνα τη φωλιά του και δεν μπορεί να ξεφύγει.
Τι μένει σήμερα από το τραγούδι σε σχέση με την κοινωνία;
Το καλό τραγούδι έχει και σήμερα κοινωνικά πεδία αναφοράς. Πάντα αυτές οι δυνάμεις εμφανίζονται από τα κάτω και θεωρούνται στην αρχή περιθωριακές. Τώρα ποιο είναι το περιθώριο και ποια η σελίδα είναι σχετικό. Είναι αγνές προσπάθειες, είναι τραγούδια που φτιάχνουν αυτά τα παιδιά από μια πολύ δυνατή εσωτερική ανάγκη, θέλουν να μοιραστούν αυτό το πράγμα και όταν συμβαίνει είναι εκπληκτικό. Είμαστε από τους τυχερούς λαούς, έχουμε λαϊκό τραγούδι.
Επίλογος: Ο Νίκος Παπάζογλου, το σημερινό κοινωνικό μπάχαλο και το τραγούδι...
Το τραγούδι ψυχανεμίζεται πράγματα και τα αρθρώνει πριν συμβούν στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Για την ώρα δεν είναι τόσο ευχάριστα τα πράγματα αλλά εγώ είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος. Περιμένω τους πιτσιρικάδες που έχουν μάθει παραδοσιακά όργανα. Όπως ακριβώς αυτοεξεφτελίστηκε η τηλεόραση και ξαναπήρε πάνω του το σινεμά και ο κόσμος κάνει παρέες και πηγαίνει στους κινηματογράφους, πιστεύω ότι όλο αυτό το πράγμα που συμβαίνει στο τραγούδι και προβάλλεται σαν κυρίαρχο, πάρα πολύ σύντομα θα αυτοεξεφτελιστεί, θα καταρρεύσει. Θα ζωντανέψουν οι μικρές κινήσεις των νέων παιδιών που πιο μορφωμένα θα κάνουν δικό τους μουσικό κίνημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: