18 Μαΐου 2007

Συνέντευξη Πάνου Κατσιμίχα - τεύχος 14 (2004)

Πάνος Κατσιμίχας
«Καθημερινή πάλη για τον φόβο του αύριο»
της Ελένης Βλάμη
Πώς να χαρακτηρίσεις κάτι το οποίο καιρό τώρα το αναζητάς, και το περιμένεις; Αρκετές φορές έχω «πιάσει» τον εαυτό μου να αναρωτιέται και να αναφωνεί «Κατσιμιχαίοι... Κατσιμιχαίοι... Πότε θα έχουμε άραγε καινούργια σας τραγούδια;» Βέβαια στο τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχουμε καινούργια τραγούδια στο δίσκο Μπαλάντες των πολυκατοικιών, τις μπαλάντες των εξομολογήσεων δηλαδή, που υπογράφονται από τον Πάνο αυτή την φορά.
Στο τραγούδι «Ωδή στην καφετέρια» υπάρχει μια έντονη διάθεση να είναι όλα καλά. Tο εύχεστε κιόλας με θέρμη, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι το αντίθετο του καλά είναι που αποτελεί στις μέρες μας ότι πιο κυρίαρχο, δεσπόζοντας στην σκέψη μας και στη ζωή μας. Και αυτό αποτελεί μια μεγάλη αντίθεση με το «πρόσφατο» παρελθόν μας, όπου η έννοια «είμαι - είναι καλά» ήταν πιο οικεία σαν σκέψη, σα συμπεριφορά αλλά και σαν πραγματικότητα. Παλαιότερα είχαμε την βεβαιότητα ότι τα νέα, τα μηνύματα θα ήταν καλά και στις μέρες μας αυτή η βεβαιότητα έχει γίνει ευχή.
Τα δικά μου μηνύματα δεν ήταν πάντα καλά. Η «Ωδή στην καφετέρια» είναι το μόνο αυτοβιογραφικό τραγούδι στον δίσκο και αποτελεί μια ωδή στην εποποιία, στην καθημερινότητα της ζωής μας. Αυτή η καφετέρια είναι ο προσωπικός μου μικρός παράδεισος, που κλείνω τηλέφωνα, κάθομαι δίπλα στο τζάμι και βλέπω το κόλπο της ζωής να κυλάει απ' έξω. Αυτό το απλό πράγμα για μένα είναι η ευτυχία. Αυτές τις ώρες που κάθομαι εκεί σκέφτομαι τα χίλια δυο, από πολύ αστεία προσωπικά έως πολύ σοβαρά πράγματα γενικότερα. Τα μηνύματα εύχομαι να είναι καλά. Δυστυχώς δεν είναι πια. Έτσι λοιπόν τραβά και ζει αυτό το καθημερινό προσωπικό καφενείο.
Εύχεσαι να είναι καλά γιατί παλαιότερα και καλά να μην ήτανε μπορούσαμε ακόμα να τα αντιμετωπίσουμε; Μήπως κουράστηκες πια να τα αντιμετωπίζεις ή τελικά πρέπει να έρχεται μια χρονική στιγμή που μετά από τις τόσες προσωπικές μας μάχες τα μηνύματα «δικαιωματικά» πρέπει να είναι μόνο καλά;
Το προσωπικό στοίχημα που έβαλα κάποτε με τον εαυτόν μου, ήταν να μπορώ να αντιμετωπίζω, όσο μπορώ με τις φτωχές μου δυνάμεις, είτε μόνος μου, είτε μαζί με άλλους, το οτιδήποτε έρχεται. Αυτό κάνω και με αυτόν τον δίσκο. Μην νομίζετε ότι σήμερα όταν ετοιμάζεις έναν δίσκο που δεν είναι τσιφτετέλια, συρτορούμπες και χάχα-χούχα, είναι κάτι εύκολο. Το να βγάλεις έναν δίσκο με μπαλάντες και με αυτή τη θεματολογία που διαπραγματεύτηκα, είναι πια πολιτική πράξη. Στην ουσία είναι μια αντίσταση αυτό το πράγμα. Το λέω αυτό γιατί ακούγοντας ραδιόφωνο και βλέποντας τη σημερινή τηλεόραση, διαβάζοντας, κυκλοφορώντας γενικά μέσα στη ζωή, βλέπω πια ότι το πράγμα έχει πάει αλλού. Έχει πάει στην ευκολία, στη φθήνια, στο γρήγορα, εύκολα και τελειώσαμε. Αυτό το στοίχημα λοιπόν που έχω βάλει με τον εαυτό μου εξακολουθώ να το παίζω, προσπαθώντας για το καλύτερο. Έτσι βέβαια όπως πιάνει το δικό μου μυαλό το καλύτερο.
Η δυσκολία για αυτά τα τραγούδια ισχύει μόνο για τη δισκογραφία, αν θα πάρουν το εντάξει της εταιρίας για την παραγωγή ώστε να «βγουν» στα δισκοπωλεία, ή και στο σημερινό ακροατήριο που δύσκολα πια τέτοια τραγούδια μπορούν να το ακουμπήσουν; Γιατί μας είπατε ότι δεν είναι εύκολο να γράφεις πια μπαλάντες.
Δεν είναι εύκολο για δύο λόγους: Α) Την τελευταία δεκαετία έχουν δεκαπλασιαστεί οι ιδιωτικοί σταθμοί πνίγοντας τον τόπο. Παλιά υπάρχοντας μόνο η Ε.Ρ.Τ., τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση, μια δουλειά είτε είχε να πει είτε όχι περνούσε πιο εύκολα στον κόσμο. Εγώ τώρα για να γνωστοποιήσω αυτόν το δίσκο θα πρέπει να «τραβιέμαι» δυο μήνες, πράγμα που για μένα είναι βασανιστικό, επώδυνο και με φθείρει. Πρέπει όμως να το κάνω αλλιώτικα πώς κάποιοι θα το πάρουν χαμπάρι ότι υπάρχει αυτός ο δίσκος; Β) Όταν ήμουνα 20 χρονών –πριν καμιά 30 χρόνια περίπου–, εγώ, η γενιά μου και οι φίλοι μου, πηγαίναμε, ας πούμε, να ακούσουμε το Καπνισμένο τσουκάλι του Χρήστου Λεοντή σε πρώτη ζωντανή εκτέλεση μη ξέροντας τι θα ακούσουμε. Έβγαινε ο δίσκος μετά, πηγαίναμε και ξαναπηγαίναμε να ακούσουμε τη συναυλία, αγοράζαμε το δίσκο, τον ακούγαμε πολλές φορές, ασχολιόμαστε μαζί του γιατί τον θεωρούσαμε πνευματικό προϊόν.
Σκεφτόμαστε την χρόνια προσπάθεια του δημιουργού του για να τον γράψει και αυτό αποτελούσε για μας «υποχρέωση» να σκύψουμε πάνω από το περιεχόμενο του δίσκου, να μπούμε μέσα του και να ασχοληθούμε μαζί του. Να μην του αφιερώσουμε σαν ακροατές μια-δυο εβδομάδες... Είχαμε άλλη νοοτροπία, άλλη κουλτούρα, και μη φανταστείτε ότι είμαστε παιδιά που είχαμε διαβάσει χίλια βιβλία ή είχαμε ειδικές μουσικές γνώσεις. Ήμασταν απλά παιδιά της γειτονιάς, αλλά έτσι ήταν τότε τα πράγματα. Σήμερα ένα τραγούδι που έχει παραπάνω από τις 15 γνωστές λέξεις, το «μεγάλε» κ.λπ., αν έχει και 3 παραπάνω λέξεις από αυτές του συρμού, ο άλλος το παίρνει και το πετάει στα σκουπίδια. Δεν υπάρχει η πρόθεση του να κουρασθούν, του να συμβάλουν και αυτοί να γίνει μια μέθεξη, να γίνει μια ανταλλαγή προσπάθειας, σκέψης.
Αυτό όμως έχει να κάνει με τους νέους που θα ήθελες να σε γνωρίσουν και να τους γνωρίσεις, όχι με εκείνους που ήδη αλληλογνωρίζεστε.
Εκείνοι που με γνωρίζουν τους φθάνει να μάθουν ότι κυκλοφορεί ο δίσκος και θα ακολουθήσουν τη γνωστή διαδικασία. Μιλώ για τους νέους που δεν με ξέρουν. Εκεί πια ξέρω ότι υπάρχει δυσκολία, λόγω ότι τα παιδιά αυτά δεν έχουν την υπομονή αλλά ούτε και το υπόβαθρο. Δεν μιλάνε πια ελληνικά. Τα ελληνικά τους είναι επιπέδου «μάου-μάου». 'Εχω πιάσει τον εαυτό μου να κάνει το εξής: όταν τελειώνω τα κείμενα, λέω για πες μου Παναγιώτη αυτή την λέξη θα την καταλάβουνε; Θα την αναλύσουνε στο μυαλό τους; Προσπαθώ να κάνω τον εαυτό μου πιο απλό και φθάνω στο σημείο του απλοϊκού, μέχρι που τα σχίζω όλα και κάνω αυτό που πρέπει. Αλλά το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει τι θα γίνει με αυτά τα νέα παιδιά; Θα καταλάβουν τίποτα;
Και αν μια γενιά, που θα της είναι να μην καταλάβει ή να καταλάβει άλλα από τα δικά μας, δεν έχει αυτό το δικαίωμα;
Ποια αλλά πράγματα να καταλάβει; Τα ουσιώδη ζητήματα παραμένουν τα ίδια. Η ανάγκη για μια καλύτερη ζωή, να ζήσουμε σαν άνθρωποι, η αδικία μεταξύ των ανθρώπων, η εκμετάλλευση, η μοναξιά, η απομόνωση είναι καινούργια ζητήματα; Απλά έχουν ενταθεί, αυτή είναι η διαφορά. Δεν έχουν να καταλάβουν παραπέρα, εκτός αν μιλάμε για το ιντερνέτ και το οποίο, αυτό που έχω καταλάβει εγώ, είναι ότι αυτή η υπερπληροφόρηση που παρέχει καταντά μη πληροφόρηση. Δηλαδή το μυαλό ενός ανθρώπου στο τέλος ισοπεδώνεται, γίνεται φλατ, γίνεται λευκό χαρτί. Όταν δώσεις σε ένα μυαλό που μπορεί να επεξεργαστεί 50 πληροφορίες, 500.000, είναι σαν να μην του δίνεις τίποτα. Τα ζητήματα λοιπόν παραμένουν τα ίδια.
Πάντως μέσα από τα τραγούδια σου νιώθω να λες στους νέους ότι και εγώ τα έχω περάσει αυτά και ιδίως είναι σαν να παρηγορείς στηρίζοντας εκείνους που με παντελή έλλειψη θα βρεθούν αντιμέτωποι με αυτά τα προβλήματα, αντιμέτωποι απέναντι στην ζωή.
Ναι, πάει εντελώς απροετοίμαστος και η έκπληξη του όπως και η απογοήτευση του θα είναι δεκαπλάσια.
Ακούγοντας τα τραγούδια σου, υπάρχει αυτό που λέγεται η αγωνία της σημερινής μέρας. Αυτή η αγωνία αντιμετωπίζεται ώστε να μην γίνει ο φόβος του αύριο;
Ναι, εγώ έχω βρει έναν τρόπο, μπορεί βέβαια να είναι προσωπικός και να μην αφορά τους άλλους, καθημερινή πάλη με τον εαυτό σου. Η καθημερινή αγωνία αντιμετωπίζεται με την καθημερινή πάλη. Κάθε μέρα πρέπει να κάνεις μια συνομιλία με τον εαυτό σου, ένα μικρό συνέδριο. Να κάνεις πέντε ερωτήματα, να δώσεις πέντε απαντήσεις. Αυτό θα σε οδηγήσει στο τι να κάνεις και τι να μην κάνεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την καθημερινή πάλη.
Αν όμως αντιμετωπίζουμε τον φόβο με την καθημερινή πάλη, προλαβαίνουμε να ζήσουμε; Την προλαβαίνουμε την ζωή;
Αυτή είναι η ζωή, αυτή είναι η πραγματικότητα. Κάθε εποχή έχει τη δικιά της πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτής της εποχής είναι να μην προλαβαίνεις αλλά να προσπαθείς να προλάβεις. Αυτό είναι όλο το στοίχημα το οποίο έχω βάλει εγώ με τον εαυτό μου από πολύ μικρό παιδί και δεν έχω βρει άλλο τρόπο.
H παραγωγή του δίσκου δικιά σου και διανομή από μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, τη Sony, σα να λέμε τα του καίσαρος τω καίσαρι. Ας πάρει το ποσοστό της η εταιρεία, ο Πάνος υπεύθυνος για το όλον της παραγωγής των τραγουδιών και ο ένας δεν μπαίνει στα χωράφια του άλλου.
Έτσι ακριβώς.
Πάντως όλο και περισσότεροι δημιουργοί κάνουν τα δικά τους label. Δεν ξέρω πως βλέπεις την κατάσταση της δισκογραφίας αλλά οι πολυεθνικές ολοένα και θρυμματίζονται και ξεπηδούν αυτόνομα γραφεία παραγωγής.
Κοιτάξτε, έχει συμβεί κάτι παράλογο τον τελευταίο καιρό στην δισκογραφία και μάλλον παράνομη θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την κατάσταση. Υπάρχει μια καθετοποίηση στη δισκογραφική παραγωγή. Δηλαδή είναι κάποιος που έχει έναν τηλεοπτικό σταθμό, φτάχνει μια δισκογραφική, ιδρύει ένα φυτώριο νέων τραγουδιστών, παράγει ένα ριάλιτι και βγάζει από ΄κει μέσα 2-3 πρόσωπα. Τα πουλάει, τους φτάχνει και έναν εξαμηνιαίο δίσκο, τον διαφημίζει μέσα από το τηλεοπτικό μέσο που διαθέτει και έτσι στο τέλος επικρατεί στο κάδρο με πολύ ευκολία. Πέρα απ’ αυτό όμως, αποφάσισα να φτάξω αυτή τη μικρή εταιρεία και να παράγω τους δίσκους μου. Να δίνω τη διανομή σε μια εταιρεία μεγάλη, που έχει δίκτυο διανομής και να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Θέλω να εκδίδω, όποτε θέλω, ό,τι θέλω, χωρίς να πιάνω τη συζήτηση με κανένα.
Δεν είναι αρμόδιες οι δισκογραφικές να μας πούνε τι θα εκδώσουμε. Επειδή επεμβαίνουνε ακόμα και σε ‘μένα, με τόσα χρόνια στη δισκογραφία, με τόσους δίσκους, με αρκετούς κιόλας χρυσούς και πλατινένιους. Γιατί δε μιλάμε για μια πορεία μέτρια, αποτυχημένη ή πετυχημένη, αλλά για μια πορεία που έφερε πολλά λεφτά. Για να σας μιλήσω για τα λεφτά για να δείτε πόσο κτηνώδη είναι τα πράγματα. Αφήστε το καλλιτεχνικό μέρος. Μη φανταστείτε ότι σε αυτές τις δυο-τρεις εταιρείες που τους τα έφερα, άλλαξαν τη συμπεριφορά απέναντί μου. Κύριε δεν παράγεις παπούτσια, ποτήρια ή τασάκια. Η πρώτη σου ύλη είναι ο άνθρωπος. Είμαστε άνθρωποι εμείς που φτιάχνουμε τα τραγούδια και είναι το χρόνιο αίτημά μας να μας συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Αλλά τίποτα. Πάντα η ίδια συμπεριφορά, αλλαζονία, ανοησία και φασισμός.
Τελειώσανε λοιπόν τα αστεία. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις, με κίνδυνο βέβαια αν δεν «πάει» ο δίσκος να μπεις μέσα αρκετά εκατομμύρια. Να λοιπόν και το οικονομικό κόστος πέρα από το ψυχικό.
Δεν με ενδιαφέρει. Δεν πειράζει. Αυτή είναι η τρέλα μου. Θα την υπηρετώ μέχρι τελευταίας ρανίδος. Αυτό βέβαια δεν θα το σύστηνα σε παιδιά, που δεν έχουν πορεία πίσω τους, γιατί είναι επικίνδυνο. Δεν θα ήθελα να τα παρασύρω, γιατί εγώ έχω και ένα πυρήνα κάποιων ανθρώπων πίσω μου, που μόλις βγάλω ένα δίσκο θα τον αγοράσουν, βοηθώντας τουλάχιστον να βγουν τα έξοδα.
Ο νέος δίσκος σου σε φανερώνει πια ολόκληρο και όχι σαν ένωση του άλλου μισού σου, που είναι ο Χάρης. Νιώθεις να έγιναν διαφοροποιήσεις;
Στην ουσία είναι το ίδιο. Η μόνη διαφορά είναι ότι έπρεπε να κάνω διπλάσιο κόπο. Όταν είμασταν με τον Χάρη και βγάζαμε έναν δίσκο με 12-13 τραγούδια, εγώ έπρεπε να γράψω 10 για να διαλέξουμε τα 5. Τώρα πρέπει να γράψω 15 τραγούδια, 17, 20, όπως έγινε τώρα για να κρατήσω τα 12. Είναι πολύ μεγαλύτερος ο κόπος.
Άρα δεν νιώθεις ότι μας συστήνεις κάτι άλλο –που μπορεί να μην το είχαμε διακρίνει– τώρα που υπογράφεις μόνος σου τα τραγούδια.
Με αυτή την έννοια, ότι τώρα συστήνομαι μόνος μου στιχουργικά και συνθετικά, έπρεπε να αναλάβω αποκλειστικά την ευθύνη.
Και κυρίως την θεματολογία.
Ναι, φυσικά. Βέβαια ο Χάρης υπάρχει μέσα στο δίσκο. Είναι ο πρώτος μου ακροατής, σύντροφος και συμβουλάτορας όταν άκουσε ολοκληρωμένα τα τραγούδια, μου ζήτησε να τραγουδίσει δύο από αυτά. Η χαρά μου ήταν μεγάλη και έτσι έγινε, αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να τα πω όλα μόνος μου. Και το έκανα.
Οι εποχές όσο όμοιες και να΄ναι διαφέρουν αν όχι ως προς το ζητούμενό τους, τουλάχιστον από την έκφρασή του ή και την κατάκτησή του. Οι διαφορές του Πάνου από το «Ρίτα-Ριτάκι» ως τις «Μπαλάντες των πολυκατοικιών»;
Οι διαφορές είναι κυρίως στον ήχο. Το «Ρίτα-Ριτάκι» είναι 20 χρόνια πίσω. Αν και τώρα που το αναφέρεις αυτό το τραγούδι, είναι η πρώτη φορά που επίσημα χρησιμοποιήθηκε ένα συνθεσάιζερ. Ένα μικρό παιδικό Casio, το οποίο το 1985 είχε εισαχθεί στα σχολεία για ν΄ αντικαταστήσει τη μελόντικα ή τη φλογέρα που είχαμε στο μάθημα της μουσικής.
Σιγά-σιγά μέσα στη μουσική μπήκαν τα κομπιούτερ. Αυτή είναι μια σοβαρή διαφορά. Αυτό που πρέπει να προσεχθεί είναι η ευκολία που σου παρέχουν στον ήχο και έτσι αντί να παίζεις με τη μουσική πολλές φορές καταλήγεις να παίζεις με αυτά. Αυτή είναι η διαφορά στον ήχο, τα θέματα παραμένουν ίδια.
Στις κατά καιρούς εισόδους σου στη δισκογραφία, πόσο κοντά αισθανόσουν με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες-δημιουργούς;
Αυτούς που κοπιάζουν να φτάξουν τραγούδια τους θεωρώ αδέλφια, έστω σαν μακρινά ξαδέλφια. Καταλαβαίνω πολύ καλά τι κάνουν; Τι προσπαθούν; Νιώθω τον κόπο και την αγωνία τους ακούγοντας τα τραγούδια τους. Συμπάσχω από μακριά ή και από κοντά, μιλώντας μαζί τους. Ξέρω ακριβώς τι γίνεται σαν να ήμουν και εγώ εκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: