24 Μαΐου 2007

Συνέντευξη Δήμου Μούτση στο Μετρονόμο - τεύχος 24 (Ιανουάριος 2007)

Δήμος Μούτσης
του Θανάση Συλιβού
«Ο πραγματικός δημιουργός χαρακτηρίζει την εποχή του, δεν τον χαρακτηρίζει η εποχή»
Παρακολουθώντας κανείς τη δισκογραφική πορεία του Δήμου Μούτση, παρατηρεί ότι σε κάθε δουλειά του είναι διαφορετικός. Βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση γι΄ αυτό και η διαδρομή του ήταν απρόβλεπτη. Τελικά φαίνεται ότι αυτή η ανησυχία του, του βγήκε σε καλό αφού όλες οι δουλειές του έτυχαν πλατιάς αποδοχής.
Του είχα ζητήσει και στο παρελθόν να κάνουμε μια συνέντευξη αλλά μου είχε απαντήσει ευγενικά πως θα την κάνουμε όταν θα έχει κάτι να πει. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει μια νέα δουλειά –κάτι που είχε ανακοινώσει αρκετά χρόνια πριν- και αυτή ήταν η αφορμή που συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στο Νέο Ηράκλειο.
Πριν αρχίσει να γράφει το κασετόφωνο, μου βάζει να ακούσω τα καινούρια του τραγούδια. Όση ώρα παίζουν οι μελωδίες είναι σκυμμένος στο γραφείο, με τους στίχους μπροστά του και τραγουδάει με πάθος. Αφού τελειώνει η ακρόαση μου λέει με πλατύ χαμόγελο: «Και τώρα να μιλήσουμε».
Είχατε πει πως ετοιμάζετε νέα δουλειά, από την τελευταία σας ζωντανή εμφάνιση –μετά από πολλά χρόνια απουσίας- στο Ηρώδειο το 1999. Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε;
Έχει περάσει πολύ καιρός. Θα μπορούσε να περάσει και περισσότερος, θα μπορούσε να μην είχε περάσει και καθόλου. Ξέρεις, οι καταστάσεις γύρω είναι πάρα πολύ περίεργες, δεν ευνοούνε. Δεν ξέρεις και που θα πέσεις γιατί τα πράγματα είναι τόσο χύμα που καμιά φορά κανείς, όταν σωπαίνει λέει πιο πολλά.
Έχω, βλέπεις, και το ότι δεν μπορώ να γράψω πάνω σε στίχους εκτός αν είναι ποιήματα. Είχα δώσει σε κάποιον τις μελωδίες, τις κράτησε ένα χρόνο και μου τις έφερε πίσω λέγοντας ότι δεν μπόρεσε. Όλο αυτό τον καιρό με κορόιδευε. Πάει έτσι ένας χρόνος.
Γράφετε όμως και εσείς στίχους.
Γράφω, αλλά λέω ρε Δήμο άλλο οι μπαλάντες οι δικές σου άλλο τα τραγούδια. Γιατί το ταλέντο του λαϊκού στιχουργού δεν το έχω. Και εγώ γράφω έτσι όπως μιλάω και το πώς μιλάω να το περάσω στο στόμα του άλλου δεν είναι και εύκολο πράγμα. Θυμάμαι, τότε, στο Φράγμα το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ποιος θα πει τη «Ρηνούλα» κι αυτό γιατί δεν φανταζόμουνα ότι θα το έλεγα εγώ.
Γι΄ αυτό δίνω μελωδίες, βάζουν στίχους και μετά μου λένε «ξέρεις Δήμο εσύ, διόρθωσε αυτό, διόρθωσε εκείνο…». Τώρα μου μένουν δύο κομμάτια για να τελειώσει η δουλειά.
Έχετε σκεφτεί ποιοι θα τραγουδήσουν;
Η Χαρούλα Αλεξίου θα τραγουδήσει, σκέφτομαι και το Μητροπάνο, θα πω και εγώ ένα – δύο, ενδεχομένως να πούμε και ένα μαζί με το Μαχαιρίτσα, θα δούμε… Το «πρόβλημα» είναι ότι υπάρχουν τέσσερα ζεϊμπέκικα και η Χαρούλα κάπου κολλάει, κακώς βέβαια, γιατί μια δοκιμή έχουμε κάνει. Εκείνο πάντως που είναι πολύ σημαντικό – δεν ξέρω ποιος θα τα πει όλα ή τα μισά – είναι ότι είναι πολύ ωραία τραγούδια. Αυτό είναι γεγονός και από ανθρώπους που δεν είναι πολύ εύκολοι στην κριτική τους. Και εμένα μου αρέσουν, που τα δικά μου τα τραγούδια τα… βαριέμαι.
Έχω και έναν περίεργο τίτλο για το δίσκο στο μυαλό μου. Σκέφτομαι να τον ονομάσω «Η όπερα του δρόμου», υπάρχει και το ομώνυμο τραγούδι που άκουσες, σε δικούς μου στίχους.
Στιχουργικά και μουσικά η μπαλάντα αυτή «φωνάζει» από μακριά ότι είναι Μούτσης…
Το τραγούδι αυτό είναι και το νόημα όλου του δίσκου. Πάνω εκεί στηρίζεται όλη η ιδέα και οι υπόλοιποι στίχοι….
Από όσα ακούσαμε πρόκειται για ένα δίσκο με λαϊκά τραγούδια.
Ναι, είναι από τα πολύ καλά λαϊκά τραγούδια που έχω γράψει, όσο λαϊκά μπορεί να είναι σήμερα. Γιατί μπορεί να είναι ζεϊμπέκικα, μπορεί ο ρυθμός να είναι αυτός, αλλά το ύφος είναι τελείως διαφορετικό, τα όργανα παίζουν διαφορετικά, οι ενοργανώσεις είναι άλλες, άλλες προϋποθέσεις, άλλα στούντιο, άλλος ήχος γενικά. Εκείνο που θα κοιτάξω με πάρα πολύ προσοχή είναι να μη χαθεί το συναίσθημα μέσα στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Ξέρεις καμιά φορά ο ήχος, η τελειότητα… Συζητιέται ποια είναι η τελειότητα του ήχου. Μπορεί δηλαδή να μην έχει τίποτα το περιττό, να είναι η τελευταία λέξη, να το ακούς και να λες καλό είναι, σαν να σου δείχνουνε ένα γυαλί που δεν σπάει με τίποτα, όμως δεν σου δίνει και τίποτα.
Έχετε καταλήξει στα όργανα που θα χρησιμοποιήσετε;
Ακόμα δεν έχουμε αρχίσει πρόβες. Θα υπάρχει ένα ρυθμικό συγκρότημα, μπάσο τύμπανα, μία - δύο κιθάρες… Μέχρι εδώ το background εντάξει. Από δω και πέρα είναι τι θα βάλεις. Θα βάλεις ένα βιολί; Καλά. Και μπουζούκι; Εντάξει, αλλά θα το βάλεις μόνο του; Θα βάλεις κάποιο μπουζουξή, θα πάρεις έναν που να παίζει πιο ντελικάτα; Θα πάρω το Σπάθα να παίξει μπουζούκι; Θέλει ψάξιμο για να δώσεις το χρώμα και για να βγουν καλά τα τραγούδια.
Στα παλιά τραγούδια είχα ένα όργανο που έπαιζε πάντα κάτι. Ένα κοντρακάντο, δηλαδή ήταν η μελωδία του τραγουδιστή και το όργανο έπαιζε κάτι αλλά δεν έπαιζε τη μελωδία όπως κάνουν όλοι. Έβαζα ένα ακορντεόν συνήθως, πολύ παλιά, μετά το άφησα. Πήρα το βιολί που ήταν και το όργανο που έπαιζα, μετά έγινε μαϊντανός κι αυτό. Βέβαια σκοπός δεν είναι να βάλεις ένα βιολί, είναι τι θα παίξει το βιολί. Δηλαδή αν ακούσεις στο δίσκο της Μούσχουρη τι παίζει πίσω το βιολί στο τραγούδι «Αν μ΄ αγαπάς κι αν σ΄αγαπώ»… Στην «Ρηνούλα μου» είναι αυτή η απάντηση που κάνει το βιολί…
Πάντως στα νέα σας τραγούδια είναι πολύ καλές οι μελωδίες, πράγμα που σήμερα το συναντάμε σπάνια.
Πιστεύω πως ναι, είναι τόσο καλά που και με μια κιθάρα τα λες. Έχει βέβαια και μια εισαγωγή πολύ μεγάλη, που ανοίγει ο δίσκος και μόλις «σβήνει» μπαίνει το πρώτο τραγούδι χωρίς εισαγωγή. Μπαίνει αμέσως η φωνή.
Το θέμα του ήχου, για το πώς θα βγουν τα τραγούδια προς τα έξω, σας απασχολεί αρκετά και αυτό φαίνεται σε όλες τις δουλειές σας. Για παράδειγμα το παίξιμο του μπουζουκιού στον Άγιο Φεβρουάριο έδωσε άλλη όψη στο δίσκο.
Το εξετάζω πάρα πολύ το θέμα του ήχου. Στον Άγιο Φεβρουάριο έβγαινε αυτό που ήθελα, αυτό το «μπιτλέικο». Αυτό «κόμισε γλαύκας εις Αθήνας», τότε αλλάξανε πράγματα. Μπουζούκι έπαιζε ο Μαριολάς που ήταν στο ξεκίνημά του γι΄ αυτό και έπαιζε έτσι. Κάποιος –δεν θυμάμαι- πήρε τους ίδιους μουσικούς που έπαιζαν στον Άγιο Φεβρουάριο να κάνει… Τι να κάνει; Άρχισε λοιπόν να παίζει ο Μαριολάς και του είπε: «Όχι έτσι ρε παιδί μου, παίξε όπως έπαιζες στο Μούτση» και γύρισε ο Μαριολάς και του απάντησε: «Τότε δεν ήξερα να παίζω». Στον Άγιο Φεβρουάριο έπαιζε πρωτολειακά.
Να σου πω και ένα άλλο τραγούδι, που όταν το έκανα στο στούντιο και το άκουσα είπα εδώ κάτι γίνεται. Είναι ο ήχος που βγαίνει στην εισαγωγή του «Προφήτη Ηλία». Τι είναι εκεί; Τρία όργανα που παίζουνε μαζί. Και βγαίνει ένα πράγμα! Ούτε μπουζούκι είναι, ούτε εκείνο, ούτε τ΄ άλλο. Το φανταζόμουνα λίγο αλλά όχι ότι θα ήταν τόσο καλό. Και εκεί είχε γίνει κάτι. Παρ΄ όλο που ήθελα να το τραβήξω ηχητικά, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, τα τραγούδια ήταν αλλιώτικα και δεν έκανα τίποτα. Ενώ στον Άγιο Φεβρουάριο ήταν πολύ σημαντικό αυτό που έγινε ηχητικά...
…όπως και στην Τετραλογία.
Ακριβώς! Βέβαια η Τετραλογία είχε και μεγάλη ορχήστρα, ενώ στον Άγιο Φεβρουάριο ήταν ένα μπουζούκι, μια δωδεκάχορδη κιθάρα που πρωτοέπαιξε τότε σαν δωδεκάχορδη, όχι μόνο κάθε πρώτη του μέτρου…
…η «σκούπα» όπως λέγανε.
Μπράβο, η «σκούπα». Έπαιζε λοιπόν ο Καλλίρης κανονικά μαζί με το φούτσιμπαλ, ότι έπαιζε αυτό, και μου έλεγε « Βρε Δήμο πρώτη φορά παίζω έτσι δωδεκάχορδη!». Υπήρχε επίσης μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα χάμοντ, μπάσο και ντραμς.
Στο Δρομολόγιο αρχίσατε να απομακρύνεστε από το «λαϊκό» ήχο.
Τώρα θες να σου πω κάτι; Το Δρομολόγιο μπορεί να είναι καλή δουλειά, όμως την έκανα για να πάρω το συμβόλαιό μου και να φύγω. Δεν την έχω ευχαριστηθεί. Εκεί που άρχισα να φεύγω από τα λαϊκά, παρ΄ όλο που ήταν λαϊκά τραγούδια, ήταν στο Φράγμα με την Μπέλλου. Με αυτό το «Δεν λες κουβέντα» έφυγα τελείως από αυτά.
Μπορεί να ήταν ζεϊμπέκικο όπως και το «Στον ίδιο παρανομαστή» αλλά ξέρεις τι γίνεται, κάτι είχε η ορχήστρα, έβγαινε κάτι άλλο.
Και με τη Μπέλλου τι μου λέγανε… Είπε όμως πράγματα που δεν θα μπορούσε να τα πει άλλος.
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του δημιουργού;
Δημιουργός είναι αυτός που ξεδιαλύνει κάπως τα πράγματα, ανοίγει μια πόρτα προς κάποια κατεύθυνση. Δεν είναι μόνο μια μηχανή που δίνει. Θέλει και αυτός να συμμετέχει. Ο πραγματικός δημιουργός, πρέπει να ξέρεις τη χαρακτηρίζει την εποχή του, δεν τον χαρακτηρίζει η εποχή. Ο Χατζιδάκις την χαρακτήριζε την εποχή του, ο Θεοδωράκης το ίδιο, και κάποιοι άλλοι ακόμα. Δεν τους χαρακτήριζε η εποχή. Και το τραγούδι παλιά ήταν στη συνείδηση του ανθρώπου, έβγαινε από τον άνθρωπο και πήγαινε σ΄ αυτόν. Με συγχωρείς που θα μιλήσω για τον εαυτό μου αλλά αυτή η δουλειά που ετοιμάζω χαρακτηρίζει τα πράγματα. Δεν χαρακτηρίζουν τα πράγματα αυτή τη δουλειά. Αυτή είναι η πραγματική δημιουργία. Από ΄κει και πέρα λες τι φοριέται; Το ψηλό τακούνι; Πάμε. Βλέπεις όλα αυτά τα Fame story, είναι για να δεσμεύουν τα παιδιά και να τους παίρνουν τα μεροκάματα. Γίνεται ένας τζερτζελές που αφήνει ένα τίποτα. Βλέπεις το επερχόμενο τίποτα της επομένης μέρας. Φτιάχνεται σήμερα το επόμενο τίποτα του αύριο. Πιστεύω ο κόσμος ξυπνάει και θα καταλάβει κάποια πράγματα.
Eίναι αρκετοί που λένε ότι «άμα δεν γράψω κάθε μέρα δεν μπορώ». Εσείς συμφωνείτε μ΄ αυτό;
Πίσω από το μυαλό μου υπάρχει πάντα η σκέψη «και αν δεν το κάνω τι θα γίνει; Γιατί να το κάνω αν δεν έχει λόγο ύπαρξης;» Εκεί κολλάω, αυτό για μένα είναι καταπέλτης και αυτό πάρα πολλές φορές μου έχει σταθεί ανασταλτικό. Τώρα αυτοί που λένε «εγώ άμα δεν γράψω κάθε μέρα δε μπορώ»... Αυτό δεν το κάνω. Τι κάνεις; Κοιμάμαι…. Ψιλοζωγραφίζω… Μαζεύω κρασιά και τα συντηρώ… Θυμάμαι είχαμε πάει στο Παρίσι και όλες τις μέρες τις έφαγα σε ένα βιβλιοπωλείο, ψάχνοντας βιβλία για κρασιά, καθόμουνα σε ένα τραπέζι και διάβαζα…
Αυτή τη μανία «δεν μπορώ αν δεν γράψω« δεν την καταλαβαίνω. Προτέρημα είναι; Ελάττωμα είναι; Δεν ξέρω…
Δεν σας πιάνει όμως κάποια στιγμή η όρεξη;
Έτσι μάλιστα.
Βέβαια και η υπερβολική παραγωγή φέρνει κορεσμό και την επανάληψη.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι κορυφές πάντα έγραφαν λίγο. Υπήρχαν και σπουδαίοι που γράψαν πολύ αλλά συνήθως οι ολιγόγραφοι … Πάρτ΄ το Ρεμπώ, τον Καβάφη, το Σολωμό… Όσο για την επανάληψη, όταν γράφω πάρα πολλά πράγματα μου ξανάρχονται. Μπορεί να γράφω ένα μήνα δέκα κομμάτια και να τα πετάξω και τα δέκα. Αυτό το κάνω από τον καιρό που άρχισα να γράφω. Στο Γκάτσο όταν του είχα πάει δυο τραγουδάκια μου, με ρώτησε αν έχω άλλα. Έχω του λέω, αλλά τα πετάω. Πέτα, πέτα μου λέει..
Με το Νίκο Γκάτσο πώς γνωριστήκατε;
Είχα γνωρίσει το Μάνο Χατζιδάκι και ένα βράδυ με πήγε στον Μαγεμένο αυλό και εκεί γνώρισα τον Γκάτσο που με πήγε στην Κολούμπια.
Από το σπίτι είχατε επαφή με τη μουσική;
Καμία. Αν ο πατέρας μου δεν είχε πεθάνει δεν θα γινόμουνα μουσικός με τίποτα. Μου έλεγε δεν θα κάνω το γιο μου αλήτη, νυκτόβιο. Μετά είπα της μάνας μου θέλω να μάθω βιολοντσέλο. Επειδή όμως ήμουν μικρούλης και πολύ αδύνατος, πήγα στον Πειραιά, στον Πειραϊκό σύνδεσμο και έκανα βιολί με την Ιουλία Ιατρίδη. Αυτή είναι μια συγγραφέας που έχει μεταφράσει και Λόρκα. Μετά πήγα στο Ωδείο Αθηνών. Πήρα το δίπλωμά μου (μου το δείχνει στον τοίχο) με άριστα, παμψηφεί και με Α΄ Βραβείο.
Από τον ακαδημαϊκό χώρο του Ωδείου πώς περάσατε στο λαϊκό τραγούδι;
Μέσα στη βαρύγδουπη ατμόσφαιρα του Ωδείου Αθηνών –ο Θεός να σε φυλάει- που ο Ντεμπισσύ ήταν ο πιο μοντέρνος, με κλασικές σπουδές και μελέτη, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό καρουλάκι, μια μαγνητοταινία, με κάτι τραγούδια του Βαμβακάρη όχι τίποτα πρωτότυπα, «Απελπίστηκα μανούλα μου», «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» (το σιγοτραγουδάει) που από αυτό πήρα την φράση και την έβαλα στο τραγούδι «Το δάκρυ κάναμε νερό...». Ο Βαμβακάρης έχει ένα πράγμα …Θα σου κάνω μια μεταφορά με τον Μπαχ, δεν είναι το ίδιο. Ή παίρνεις τη φράση όπως είναι ή δεν μπορείς να πάρεις τίποτα. Δηλαδή από το πάπα πα παμ τι να πάρεις; Ή θα το πάρεις όλο ή τίποτα. Ακούω λοιπόν τα τραγούδια του Βαμβακάρη παθαίνω πλάκα. Λέω τι γίνεται εδώ ρε παιδιά; Εντάξει και ο Στραβίνσκι και ο Μπραμς και τα κονσέρτα που έπαιζα, αυτός όμως δεν είναι κακός. Τότε ήταν που είχα γνωριστεί με τον Γκάτσο και μετά τον Μαγεμένο Αυλό πηγαίναμε σπίτι του, στην οδό Σπετσών, ερχότανε και ο Ελύτης καμιά φορά και θυμάμαι μου είπε την τρομερή φράση που χαρακτηρίζει όλη μου τη ζωή: Αυτά τα δύο τα πράγματα, αυτός ο Βαμβακάρης που ακούς και αυτός ο Μότσαρτ είναι και οι δύο ίσης υψηλής ποιότητας, άλλης αξίας βέβαια. Ο Μότσαρτ άλλης αξίας, ποιότητα όμως έχει εξίσου υψηλή με τον Βαμβακάρη. Μια κουβέντα που κράτησε από τις δύο το βράδυ μέχρι τις εφτά το πρωί. Ξύπνησε και η αδελφή του κάποια στιγμή και είπε «αμάν βρε παιδιά ακόμα;».
Άλλωστε αυτό είναι που μας κάνει να λέμε μεγάλος ζωγράφος ο Πικάσο, μεγάλος και ο Θεόφιλος. Εγώ δεν είχα αντιληφθεί το γεγονός που μου είπε, είχα αντιληφθεί όμως ότι εδώ κάτι συμβαίνει. Δεν είναι τυχαίο αυτό το πράγμα. Πώς δεν μου είχε κάνει εντύπωση κάτι άλλο; Να άκουγα μια σονάτα θα έλεγα είναι καλή, είναι κακή, θα της έκανα μια ανάλυση. Εδώ ήταν μια «πρωτόγονη» κατάσταση. Από το να ακούς απόλλωνα μουσιγέτη του Στραβίνσκι, να ακούς δυο μπουζούκια και ένα μπασοκίθαρο, ούτε καν μπάσο και να τραγουδάει ο Μπιθικώτσης.
Μέχρι τότε δεν είχατε γράψει τίποτα;
Έγραφα κάτι μελωδίες, αλλά ντρεπόμουνα να τις δείξω. Όμως μετά από αυτή την ιστορία είπα θα γράφω και εγώ τραγούδια. Δίνω λοιπόν στον Γκάτσο μια μελωδία να την ακούσει, ήταν το «Σιγά σιγά». Μου λέει «αυτό είναι πολύ ωραίο, θα σου γράψω στίχους». «Τι να μου γράψετε;» «Και που θα το εκδώσω;». Και με πήγε στον Λαμπρόπουλο. Θυμάμαι όταν πήγα στην εταιρεία, από την απειρία μου, πήρα από τη μια ένα μαγνητόφωνο λες και δεν είχανε και από την άλλη το βιολί. Να σου πω την αλήθεια ούτε τότε το πήρα πολύ σοβαρά. Μπήκα στο στούντιο. Δεν μου άρεσε και η ατμόσφαιρα. Ήταν δυο μπουζουξήδες, μπάσο, ντραμς. Κούνα μου λένε το χέρια. Πού να κουνάω, λέω, τα χέρια; Σε τέσσερις νοματαίους; Πάγωσα λιγάκι. Μετά όμως έγραψα και κάτι άλλο, και κάτι άλλο… Βέβαια σε αυτή την εταιρεία δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά μόνο αυτά που έκανα. Δεν μ΄ αφήναν να πάω λίγο πιο μπροστά.
Είχαν ένα συγκεκριμένο ήχο και δεν μπορούσατε να δοκιμάσετε κάτι διαφορετικό;
Ακριβώς, ήμουν εγκλωβισμένος και δεν θα έκανα και τίποτα. Κάποια στιγμή κατήγγειλα το συμβόλαιο και πήγα στη Φίλιπς όπου έκανα τον Άγιο Φεβρουάριο.
Βγήκε λοιπόν ο δίσκος, αλλά δεν πούλησε τίποτα. Είχε περάσει ένας χρόνος και μου έλεγε ο Βίκος ο Αντύπας από την εταιρεία ότι κάθε βράδυ πήγαιναν σε φιλικά σπίτια και έκαναν δώρο το δίσκο μήπως και γίνει κάτι γιατί είχαν τρελαθεί…. Τότε έγινε η ιστορία με τον Κοεμτζή. Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε ένα χρονογράφημα στα Νέα στο οποίο συνέδεσε το τραγούδι «Ο χάρος βγήκε παγανιά» με την υπόθεση Κοεμτζή, προφανώς από λάθος. Ε, από ΄κει και πέρα έγινε ντόρος και ο δίσκος άρχισε να παίρνει τα πάνω του.
Πήγε καλά, αλλά ήθελα κάτι άλλο. Λέω αλλού είναι η λύση. Ποια είναι; Η μεγάλη ορχήστρα. Και κάνω την Τετραλογία. Να δεις ποιοι μουσικοί παίζουνε μέσα: Γιάννης Ζουγανέλης τούμπα, Κώστας Καβάκος, ο πατέρας του Λεωνίδα, βιολί, Σωτήρης Ταχιάτης βιολοντσέλο…
Εσείς πάντως παίζετε με εκείνο το συνθεσάιζερ Μoog, με τους χαρακτηριστικούς ήχους, που ήταν πρωτοπορία…
Αυτό μου το είχε δώσει τότε ο Κιουρτσόγλου. Δεν ήταν όπως τα σημερινά που υπάρχουν φτιαγμένοι οι ήχοι, δηλαδή πατάς ένα κουμπί και σου βγάζουν βιολιά. Έβγαζε ηλεκτρονικούς ήχους ουδέτερους και εσύ έφτιαχνες δικούς σου από τη γεννήτρια. Έβγαλα διάφορους ήχους. Την είχα «δει». Μήπως και τώρα δεν μου έρχονται ιδέες; Μόνο που είναι πλέον πολύ ακριβές και δεν υπάρχει και η δυνατότητα να τις κάνεις. Και που να το πουλήσεις αυτό; Θα μου πεις στο Μέγαρο. Στο Μέγαρο εμένα δεν με φωνάζουνε. Βέβαια οι χώροι τώρα έχουν χάσει την αίγλη τους. Αφού πήγε στο Ηρώδειο ο Ιάνης που έκανε μουσική για φαγητό, που λέω εγώ, εστιατορίου, από κει και πέρα τι να πεις;
Πότε αποφασίσατε να πάρετε την κιθάρα και να τραγουδήσετε μόνος σας;
Βγήκε η Τετραλογία, όπου πρωτοεμφανίστηκε και η Πρωτοψάλτη, πήγε καλά και μετά έρχεται το Δρομολόγιο που, όπως σου είπα πριν, ήθελα να το κάνω για να φύγω από την εταιρεία (Κολούμπια). Τότε κάτι άρχισε να με τσιγκλίζει να πάρω την κιθάρα μόνος μου. Θυμάμαι, τότε, ήταν ένας διευθυντής στην Κολούμπια, ο Μπινιώτης και του λέω να φέρω την κιθάρα να σου παίξω μερικά τραγουδάκια; Ήταν αυτά τα οποία έβαλα μετά στο Ενέχυρο «Σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή…» κ.τ.λ. Του άρεσαν αλλά μου είπε την εξής κουβέντα: «Εδώ μέσα αυτά δεν μπορείς να τα κάνεις και ούτε θα σε αφήσουν. Εγώ φεύγω έτσι κι αλλιώς. Μόνο στη Λύρα μπορείς να τα κάνεις. Μην πας αλλού, χαμένος κόπος». Και φεύγω, πάω στον Πατσιφά και κάνουμε το Φράγμα με τον Τριπολίτη. Όπου ήταν πάρε μισό λογάκι, να η μουσική… Πολλές ώρες μαζί, ώρες… Εκεί το πρόβλημα ήταν ποιος θα πει «Το γράμμα από την Λεγεώνα των ξένων», την «Ερηνούλα». Τα άλλα θα τα έλεγε η Μπέλλου. Λέω θα τα πω εγώ. Ήταν η στιγμή που αγάπησα το τραγούδι όσο ποτέ. Μετά έγραφα και τους στίχους – από παλιά έγραφα- και άνοιξε ένας άλλος κύκλος. Τέσσερις δίσκοι μαζί με το Για πούλημα που ατύχησε για τεχνικούς λόγους.
Είναι γνωστό πως δεν υπάρχουν μουσικά προγράμματα, σε μαγαζιά αλλά και σε συναυλίες, που να μην περιλαμβάνουν τραγούδια σας.
Τώρα θα σου πω κάτι και να το γράψεις. Πέρσι το χειμώνα είχα πάει με τη Δήμητρα τη γυναίκα μου στο Ζουμ, στην Πλάκα. Τραγουδούσαν δικά μου τραγούδια κατ΄ εξοχήν. Πρώτη φορά άκουσα τα τραγούδια μου τραγουδισμένα από δημοσίους υπαλλήλους. Μάλιστα όταν κάποια στιγμή είπα «περάστε και κάποια άλλα τραγούδια μου, υπάρχουν κι άλλα καλά» ξέρεις τι μου απάντησαν; «Είπαμε στον μπουζουξή να τα περάσει αλλά δεν τα περνάει». Δηλαδή γι΄ αυτό που μιλάγαμε στην αρχή, για τον ήχο, την ενορχήστρωση, τελικά πώς καταντάει στα αυτιά του κόσμου. Και άκουσα τα τραγούδια μου τραγουδισμένα από δημοσίους υπαλλήλους της νύχτας. Είναι τρομερό. Δηλαδή φτιάχνεις μια ρολς ρόις και παίρνει ο άλλος ένα ποδήλατο και σου λέει «και αυτό δεν πάει;».Πραγματικά στεναχωρήθηκα. Ανάθεμα την ώρα που βγήκα. Καλύτερα να τα είχα μες το μυαλό μου. Είχα χρόνια να πάω σε τέτοιο μαγαζί και πάγωσα. Και είναι ένα μαγαζί που το έχω φτιάξει εγώ. Κανένας κόπος, καμιά προσπάθεια. Σηκώθηκα και πήγα απέναντι στο Ζυγό. Εκεί άκουσα μουσικές και έπαθα την πλάκα μου. Τα παιδιά δεν έλεγαν δικά μου τραγούδια αλλά έβλεπες την προσπάθεια, τον κόπο. Οι περισσότεροι τραγουδιστές είναι «πάμε να τα πούμε να πάρουμε το μεροκάματο». Όχι όλοι βέβαια, για παράδειγμα ο Νταλάρας είναι μεγάλος τραγουδιστής, εμένα δεν μου πάει, αλλά για να τραγουδήσει κουρδίζει δυο ώρες τους μουσικούς. Προσέχει τη λεπτομέρεια. Είναι ένας άνθρωπος που τιμά τα τραγούδια που λέει. Και έτσι πρέπει.
Πώς βλέπετε τις σχέσεις των ανθρώπων σήμερα;
Πριν μερικά χρόνια ήρθα και έφτιαξα αυτό εδώ το σπίτι με πάρα πολλά όνειρα. Νεοκλασικό, που το σχεδίασα μόνος μου, από την αρχή. Έπεσα σε μια γειτονιά… Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και αυτό με νέκρωσε ένα διάστημα, φοβήθηκα. Λέω γι΄ αυτούς γράφω; Θα μου πεις όταν κάνεις μια συναυλία και έχεις από κάτω δέκα χιλιάδες κόσμο τους ξέρεις ποιοι είναι; Δεν τους ξέρεις, αλλά υποθέτεις ότι έχουν μια κοινή συνισταμένη. Αν και σήμερα δέκα χιλιάδες άνθρωποι από κάτω τραγουδάνε μόνοι τους και ένας πάνω στη σκηνή μόνος του. Εσύ τραγουδάς και ο άλλος από κάτω λέει για την ομάδα του που έχασε. Δεν υπάρχει αυτή η σύμπνοια που ήταν κάποτε. Γι΄ αυτό και ευδοκιμούσε το λαϊκό τραγούδι. Το «μας» δεν υπάρχει σήμερα. Λοιπόν, τρόμαξα εδώ. Περίμενα να βρω φτωχούς μεν ανθρώπους, αγράμματους πιθανόν, αλλά με μια ευαισθησία. Τώρα βέβαια είμαστε εντάξει…
Είχατε πει σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις σας ότι «τα πράγματα είναι μεν τυχαία αλλά και κάτι τα ρυθμίζει».
Μέσα στο Να! υπάρχει μια φρασούλα, στο «Όνειρο», που λέει «κι είδα ένα παιδί μικρό παιδί, που έπαιζε και μου ΄ριχνε στα ζάρια /το ύστερο του πόθου μου φιλί, τα πρώτα παιδικά μου χάδια». Αυτό είναι από ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου που λέει ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Και σ΄αυτό ανήκει το μέλλον, το γίγνεσθαι. Δηλαδή με αυτό φαίνεται ότι ενώ τα πράγματα είναι τυχαία, τυχαία γίνανε, που λέει και ο φίλος μου ο Νανόπουλος, θα μπορούσαν να μην είχαν γίνει, όμως υπάρχει το παιδί. Δεν λέει ότι το σύμπαν είναι μια ζαριά, λέει ένα παιδί που παίζει ζάρια. Είναι ένα τυχαίο γεγονός αλλά κάτι το ρυθμίζει. Βέβαια ο Ηράκλειτος βάζει πάντα και το ρυθμό, ούτε Θεός τον έκανε τον κόσμο ούτε τίποτα, αλλά είναι και θα είναι μια παντοδύναμη φωτιά που ανάβει με ρυθμό και σβήνει με ρυθμό.
Στη διαδρομή σας δεν βολευτήκατε κάπου. Είσαστε σε μια διαρκεί αναζήτηση.
Πουθενά δεν βολεύομαι. Ούτε στη καρέκλα που κάθομαι. Λένε ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Το πληρώνεις, όμως, πολύ αυτό. Το να λες έχω εξασφαλίσει το ταξί μου μετά από σαράντα χρόνια δουλειάς δεν είναι και τίποτα. Αλλά έρχεται αυτή η κερατένια η λογική και λέει δεν μπορώ να βολευτώ.
****
Αφού τελειώσαμε τη συνέντευξη η κουβέντα μας συνεχίστηκε στην τραπεζαρία, μαζί με τη γυναίκα του τη Δήμητρα, μέχρι το ξημέρωμα. Εκτός από έναν σημαντικό δημιουργό γνώρισα και ένα άνθρωπο με σπάνιο χιούμορ. Έφυγα γεμάτος, με την υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούμε. Πράγμα που έγινε. Και όλα αυτά που κουβεντιάζουμε θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα σας τα παρουσιάσουμε εδώ, στο Μετρονόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: