21 Ιουνίου 2007

Μανώλης Αγγελόπουλος (Μετρονόμος - τεύχος 3)


Άσμα το λαϊκό: Μανώλης Αγγελόπουλος

του Κώστα Μπαλαχούτη

Ο Μανώλης Αγγελόπουλος είναι ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς ερμηνευτές που ανέδειξε αυτός ο τόπος. Ο μόνος που τόλμησε να «κοντράρει» σε δημοτικότητα και απήχηση τον «αυτοκράτορα» του λαϊκού τραγουδιού Στέλιο Καζαντζίδη την περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας του στο μουσικό στερέωμα, γύρω στα 1959. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις συνοικίες του Πειραιά και της Αθήνας αλλά και στην επαρχία, το μουσικό κοινό χωρίστηκε σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους «Καζαντζιδικούς» και τους «Αγγελοπουλικούς».
Το ξεκίνημα
Ο Αγγελόπουλος γεννήθηκε το 1939 στην Καβάλα. Εκεί έχω καταλήξει ύστερα από συζητήσεις που είχα με φίλους, συγγενείς και συνάδελφους του. Ο ίδιος σε διάφορες συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς, έλεγε ότι γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μερικές φορές στην Καβάλα και άλλες... στη Δράμα. Με μισή ευχή, ασαράντιστος ακόμα, πηγαίνει μαζί με την οικογένειά του στον Άγιο Αθανάσιο της Δράμας. Το 1947 βρίσκεται στο Ηράκλειο της Κρήτης, στα τσαντίρια. Στα 14 του χρόνια μένει ορφανός από πατέρα. Το «καραβάνι» τον φέρνει στα Κάτω Πετράλωνα και στη συνέχεια στην Αγία Βαρβάρα. Πουλούσε κιλίμια, κουβέρτες κι ό,τι άλλο είδος ήταν εμπορεύσιμο. Πολλές φορές κατέληγε στο τμήμα γιατί οι αστυνομικοί κυνηγούσαν τους μικροπωλητές και τους πλανόδιους. Μαζί με ένα φίλο αποφάσισαν να φτιάξουν δύο κασελάκια. Έτσι ξεκίνησαν να κάνουν τα λουστράκια και να γυαλίζουν παπούτσια στον Πειραιά. Έκανε τον αχθοφόρο, το γκαρσόνι... Το μεγάλο του πάθος ήταν η μουσική και το τραγούδι. Σε ένα λοφίσκο με ραπανάκια στην Αγία Βαρβάρα μάζευε τα τσιγγανόπουλα και τους τραγουδούσε με τις ώρες. Το 1957 τον κορόιδευαν όταν πήγαινε στα λαϊκά μαγαζιά της περιοχής του (Περιβόλα, Κεφάλα στην Κοκκινιά, Βλάχος και Κήπος του Αλλάχ στο Αιγάλεω) και παρακαλούσε να τον αφήσουν, στο τέλος του προγράμματος, στις άδειες καρέκλες, να πει κι εκείνος ένα τραγούδι. Ένα τραγούδι από τα πονεμένα του Καζαντζίδη που τόσο του άρεσαν. Ακόμη, επισκεπτόταν το κοντινό σπίτι του Σπύρου Ζαγοραίου, που τότε είχε για μεγάλο σουξέ το τραγούδι των Κλουβάτου - Βασιλειάδη «Άναψε το τσιγάρο» και του ζητούσε συμβουλές. Όταν τραγούδησε για πρώτη φορά σε κέντρο το «Απόψε φίλα με» του Χρ. Κολοκοτρώνη είχε ακόμα τα κιλίμια και τα χαλιά στους ώμους. Εκεί γνώρισε τα μεγαθήρια Παγιουμτζή, Μπέλλου και Άκη Πάνου. Τα χρήματα που έπαιρνε δεν έφταναν για «πειρατικό» κι έτσι το ξημέρωμα γυρνούσε στο σπίτι με τα πόδια. Λίγο αργότερα θα είχε για προσωπικό του οδηγό τον Στέλιο Τσονίδη και θα αγόραζε ένα πολυτελέστατο μαύρο Πεζώ. Στην Κολούμπια τον είχε πάει ο τσιγγάνος μπουζουξής Ανέστος Αθανασίου, ο οποίος ήταν σπουδαίος δεξιοτέχνης και είχε συνεργαστεί με μεγάλους καλλιτέχνες: Στέλιο Καζαντζίδη, Βασίλη Τσιτσάνη, Νίκο Γούναρη, Καίτη Γκρέυ, Πάνο Γαβαλά, Γιώτα Λύδια κ.ά. Ο Αθανασίου που ήταν και εξάδελφος του, γνωρίζοντας το πάθος του για το τραγούδι θέλησε να τον βοηθήσει. Καλές συστάσεις έδωσαν και οι Καραπατάκης, Καρανικόλας, Δερβενιώτης. Δυστυχώς οι πρώτες απόπειρες κι εντυπώσεις που άφησε δεν ήταν ικανοποιητικές. Ήταν και η τσιγγάνικη καταγωγή του μεγάλο εμπόδιο για να γίνει αποδεκτός και να καθιερωθεί στην δισκογραφία. Το μεγάλο «μπαμ»
Και ξαφνικά βγήκε η «Μαγκάλα» του Ατταλίδη, που κατέπληξε τον κόσμο κι χάρη σε αυτή καθιερώθηκε ο Αγγελόπουλος. Το παράξενο αυτό τραγούδι με την ανατολίτικη μελωδία και το ινδικό όνομα παντρεύτηκε μοναδικά με την ευέλικτη, γλυκιά και «άναρχη» φωνή του και συναγωνίστηκε επάξια την «Μαντουμπάλα» του Καζαντζίδη που οι πωλήσεις της άγγιζαν τις 100.000 αντίτυπα. Από εκεί και ύστερα οι επιτυχίες έπεφταν σαν χαλάζι. «Φαρίντα», «Φεγγάρι χλωμό», «Όταν κοιμάται ο δυστυχής», «Πικραμένο γράμμα», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Σαν θεό σ' αγαπώ», «Όσο αξίζεις εσύ», «Κίνδυνος θάνατος», «Γράμματα μου στέλνεις», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Καλή τύχη», «Η γκρινιάρα», «Μανώλια», «Στα βουνά δεν πάνε οι πόνοι», «Πολλές γυναίκες γνώρισα», «Το παιδί της αμαρτίας», «Βάνα» και τόσα άλλα τραγούδια είναι από τις πιο σημαντικές και εμπορικές στιγμές της δισκογραφίας στις 45 στροφές. Ο Αγγελόπουλος έκανε το «μπαμ» γιατί η φρεσκάδα της φωνής του και το μοναδικό παραπονιάρικο ηχόχρωμα της με την ανατολίτικη λαγνεία άρεσαν στον κόσμο, που τον αγάπησε και τον λάτρεψε. Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία της «Μαγκάλας», μαγαζιά δανείζονταν για την μαρκίζα τους το εξωτικό ινδικό αυτό όνομα -όπως συνέβη και με την «Μαντουμπάλα»- και κορίτσια «καλών» αλλά και άλλα λιγότερο «αγνών ηθών», έπεφταν πάνω του όπως οι μέλισσες στο μέλι. Ο Αγγελόπουλος κυριολεκτικά φυγαδευόταν από τα θέατρα, τους κινηματογράφους, τα πανηγύρια και τα κέντρα. «'Όπου εμφανιζόταν σταμάταγε η κυκλοφορία» μου είπε ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Στέλιος Βαμβακάρης. «Ποτέ λαϊκός τραγουδιστής δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ από το γυναικείο φύλο όσο ο Αγγελόπουλος» συμπληρώνει ο λαϊκός δημιουργός Νίκος Καρανικόλας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι όλοι οι καλλιτέχνες με τους οποίους κατά καιρούς έχω μιλήσει και συζητήσει για διάφορα θέματα που αφορούν το τραγούδι και τους πρωταγωνιστές του, εκφράστηκαν με εγκωμιαστικά λόγια για το ταλέντο, την αξία και το χαρακτήρα του. Ούτε ένας δεν ξεστόμισε κακιά κουβέντα, παράπονο, ειρωνεία... Κι όμως ο Αγγελόπουλος απ' την αρχή μέχρι και το τέλος της καριέρας του δέχτηκε περιφρονητικά σχόλια για την καταγωγή αλλά και το ρεπερτόριό του. Η στάμπα του «γύφτου» σπίλωνε με χλευασμό κάθε βήμα του. Ο «Άρχοντας» όμως φαίνεται στις δύσκολες στιγμές κι ο Αγγελόπουλος ποτέ δεν έκρυψε και δεν αρνήθηκε την καταγωγή του. Ίσα ίσα την πρόβαλλε με κάθε τρόπο, φέρσιμο και τραγούδι, όπως και τα προσωπικά του δράματα: «Ο τσιγγάνος», «Το τραγούδι του τσιγγάνου», «Τσιγγάνος θα πεθάνω», «Θα παντρευτούμε αγάπη μου», «Αγαπάω την Αννούλα». Το παράξενο είναι ότι ο κόσμος ανταποκρινόταν στα καλέσματά του και τα περίεργα αυτά τραγούδια γινόντουσαν επιτυχίες. Σ' αυτούς που ίσως απαντήσουν «άλλα χρόνια, άλλες εποχές...» θα θυμίσω το πιο πρόσφατο «Εμένα μ' έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά». Το χάρισμα δεν εξηγείται με λόγια. «Αγαπάω την Αννούλα»

Ο δεσμός του με την Άννα Βασιλείου, στα πρώτα χρόνια του '60, ήταν το σκάνδαλο της εποχής. Οι τσιγγάνοι με τους αυστηρούς ηθικούς κι άγραφους νόμους τους δεν ήθελαν ο ήρωας τους να παντρευτεί κάποια που δεν ανήκε στην φυλή τους. Τα περιοδικά γέμιζαν καθημερινά με κουτσομπολιά : την πήρε, κλέφτηκαν, χώρισαν... Ο Δερβενιώτης έγραψε το θρυλικό : «Μάνα μου, γλυκιά μανούλα/ αγαπάω της Αννούλα/ μη στεναχωριέσαι μάνα αν δεν παντρευτώ τσιγγάνα». Με την Αννούλα ο Αγγελόπουλος δημιούργησε ένα από τα δημοφιλέστερα λαϊκά ντουέτα. Μαζί τραγούδησαν στο Ντελίς, στην Πειραιώς, στην Μαντουμπάλα, στα Άσπρα Χώματα, στην Τουρκία, στον Καναδά, στην Αυστραλία... Με την Αννούλα απέκτησαν τρία παιδιά και μετά παντρεύτηκαν. Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που λατρεύτηκαν και στο εξωτερικό. Ταξίδεψε σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Ακόμα και σήμερα τα τραγούδια του στο Ισραήλ, στην Αίγυπτο, την Τουρκία και τον Αραβικό κόσμο πραγματοποιούν ικανοποιητικές πωλήσεις. Ο Αγγελόπουλος συνεργάστηκε στενά με τη Γιώτα Λύδια στη Μαγκάλα, στο Κερατσίνι, με μπουζούκια τους Καρανικόλα, Μπιθικώτση, Λαύκα και στον Πράσινο Μύλο (μετονομάστηκε σε Έξι αδέλφια και Μαντουμπάλα), με μπουζούκια τους Αργύρη Βαμβακάρη, Γιάννη Παλαιολόγου, Στέλιο Βαμβακάρη, αλλά και στην δισκογραφία ως ντουέτο («Σαν θεό σ' αγαπώ», «Έλα γύφτο μου έλα» κ.ά.). Η Λύδια τού κάνει και τα σεγόντα και στην θρυλική «Μαγκάλα». Λαμπρές συνεργασίες ήταν κι αυτές με την Καίτη Γκρέυ στο «Ανέβα στο τραπέζι μου» των Μπακάλη - Βίρβου αλλά και στο κέντρο Ροσινιόλ, στις Τρείς Γέφυρες. Επίσης με την Πόλυ Πάνου στο «Θλιμμένη Ναργκίς» που ο Μπακάλης εμπνεύστηκε από τη διάσημη τότε στη χώρα μας Ινδή ηθοποιό. Στο Φαληρικόν, του Μαργωμένου, στις Τζιτζιφιές, ο Αγγελόπουλος είχε πάει το 1957, άσημος ακόμα, για να ακούσει τον Καζαντζίδη. Μάλιστα «έφαγε» την είσπραξη από δύο χαλιά που είχε πουλήσει. Πού να φανταζόταν τότε ότι λίγα χρόνια αργότερα θα τραγουδούσε εκεί πολλές σεζόν, σαν πρώτο όνομα, πλάι στους Τσιτσάνη, Μητσάκη, Χρυσάφη, Παπαδάκη, Χατζηαντωνίου, Ευσταθίου, Ρένα Ντάλμα, Χαρούλα Λαμπράκη, Βασίλη Βασιλειάδη. Στο ίδιο κέντρο άφησε εποχή και η συνεργασία του με το Βαγγέλη Περπινιάδη. Ωριμότητα
Όσο περνούσαν τα χρόνια η φωνή βάραινε, ωρίμαζε... Τα μαθήματα των δασκάλων -Ατταλίδη, Δερβενιώτη, Κολοκοτρώνη, Καραπατάκη, Καρανικόλα, Μητσάκη, Λαύκα, Μπακάλη, Καλδάρα, Χιώτη, Τσιτσάνη- είχαν πια διαμορφώσει την ερμηνευτική σφραγίδα του. Kάποια τραγούδια που έκανε με πιο «έντεχνα» χαρακτηριστικά με τον Πιτσιλαδή («Δεν έχω μπαλκόνι να ΄ρθεί χελιδόνι» σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου), το Σοφό («Όταν θα φύγεις από μένα πού θα πας», «Η αγάπη»), τον Καραπατάκη («Οι περασμένες μου χαρές» σε στίχους 'Αγγελου Αττικού) αλλά και δικές του δημιουργίες όπως «Ο δρόμος», απέδειξαν ότι μπορούσε να κινηθεί με άνεση και μαεστρία σε όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Κι είναι κρίμα που αυτό το χάρισμα που είχε δεν αξιοποιήθηκε όσο του έπρεπε γιατί ό,τι έβαζε στο στόμα του γινόταν «χρυσάφι». Οι δρόμοι όμως του τραγουδιού γινόντουσαν πιο «έντεχνοι» και πιο «εμπορικοβιομηχανικοί». Μπροστά σ' ένα «Μεγάλο τσιγγάνο» ακόμα και το μάρκετινγκ σηκώνει αμήχανα τα χέρια ψηλά. Ο Αγγελόπουλος φεύγει απ' την Κολούμπια το 1967. Ηχογραφεί στην Βεντέτα και την Πάν Βοξ (την μετέπειτα Μιούσικ Μποξ και σήμερα ΜΒΙ). Συνεργάζεται ξανά με το Χιώτη λίγο πριν το τέλος του μεγάλου δεξιοτέχνη και δημιουργού. Ο Αγγελόπουλος δε «βρήκε μπαλκόνι να ΄ρθεί χελιδόνι να χτίσει φωλιά». Έμεινε στις παλιές, αγαπημένες του γειτονιές που τις γνώριζε και τον ήξεραν καλά... «οι περασμένες μου χαρές, αυλές χορταριασμένες»... Με «την καρδιά του τρεχαντήρι» παρέμεινε στις επάλξεις, έκανε πάλι σουξέ: «Στο Ακρωτήρι», «Τα φιλιά σου είναι φωτιά», «Η μάνα η Τούρκα», «Σ' αναζητώ», «Αγάπες μου περαστικές», «Τα μαύρα μάτια σου», «Ο πρόσφυγας», «Ποιος Θεός», «Πήρε φωτιά η Καλαμαριά», «Εγώ τρελάθηκα», «Τσιγγάνας γάλα» κ.ά. Επανεκτέλεσε ξανά τις μεγάλες του στιγμές, ελληνοποίησε τραγούδια δύσκολα του Αμπντέλ Χαλίμ Χαφέζ, της Φαιρούζ, της Ουμ Καλσούμ, του Ορχάν Γκετζεμπαί και έβαλε την ανεξίτηλη φαρδιά - πλατιά υπογραφή του στην «Διπρόσωπη», στο «Είναι ευτυχής ο άνθρωπος», «Μέσ' της Πεντέλης τα βουνά» και στο «Πέντε Έλληνες στον Άδη» όπου η ερμηνεία του είναι αξεπέραστη. Πήγε και στον Λυκαβηττό και το χάρηκε πολύ. Κάποιοι άλλοι όχι... Πριν το τέλος
Στα καλύτερά του επέστρεψε στην Κολούμπια, την εποχή που ο Καζαντζίδης βρισκόταν «Στον δρόμο της επιστροφής» στην Μίνως, μετά από 12 χρόνια δισκογραφικής σιωπής. Με τον πρώτο -και δυστυχώς τελευταίο του- δίσκο 33 στροφών ξαναπήρε τα σκήπτρα του «Άρχοντα» με το δικό του τρόπο: «Έλληνας είμαι Ανατολίτης» και «Όταν χορεύεις μάτια μου» σαν «Βαρδάρης» πες μου «Τι να κάνω για να σε κρατήσω» και να σβήσω την γρουσούζικη «Μολυβιά» που έγραψε «Την βαρέθηκε η ψυχή μου» αφού «Μια αγάπη, μία φλόγα, μια φωτιά» έκανε «Χίλια κομμάτια» τα «Παιδιά του Παραδείσου». Τόσες επιτυχίες και τόσες συνεργασίες -με Νικολόπουλο, Βαρδή, Τάκη Σούκα, Χαψιάδη, Ζέρβα, Καμπουρίδη, Σπυρόπουλου- σ' ένα μόνο δίσκο. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα ήμουν 11 ετών. Την εποχή του Πρόσφυγα, τότε που έκανε χαλασμό με «Τα μαύρα μάτια σου». Βρισκόμουνα στο πίσω κάθισμα ενός Φόρντ Τάουνς και περίμενα να του βάλουμε βενζίνα, στου Μαμιδάκη, στην Αγία Βαρβάρα. Η άσπρη του Μερσεντές σταμάτησε στο πλάι μου. Είδα τις άσπρες φλοκάτες, τα χαϊμαλιά που την στόλιζαν. Ανοιξε την πόρτα και βγήκε έξω... Άρχοντας σωστός με τα μακριά μαλλιά του, το μουστάκι του, την δερμάτινη καπαρντίνα του, τα πομπώδη φερσίματά του. Άνοιξε πλατιά τα χέρια του κι αγκάλιασε τον πατέρα μου. Τον άκουσα να φωνάζει ανάμεσα στ' άλλα «Νικόλα, ρε Νικόλα, γιος σου είν' αυτός ρέ;» Όταν με χάιδεψε ψήλωσα πολύ. Τον ήξερα καλά τον Αγγελόπουλο μέσα απ' τις μυθικές, για την παιδική ψυχή μου, διηγήσεις του πατέρα μου. Τον γνώριζα καλά μέσα απ' τα σπασίματα της φωνής του, τους μοναδικούς λαρυγγισμούς του, τα πατήματα και τους αναστεναγμούς του μέσα απ' τους δίσκους στα τζουκ μποξ, στη «βαλίτσα» πικ-απ, τις χοντρές κασέτες των 8 track στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου, τις μικρές πράσινες πειρατικές στο μικρό Sanyo... Λίγα χρόνια αργότερα, στα χρόνια του Λυκείου, πήγαινα στον κοντινό Ερμή, στο αναψυκτήριο, στο Αιγάλεω και έβλεπα ζωντανά πια αυτούς που γέμιζαν τα αφτιά και την ψυχή μου. Θαμπώθηκα από τη δύναμη και τη μαγεία της φωνής του. Εκεί στα «καλύτερά του» πήγα στο Όνειρο, στην Εθνική Οδό, για να τον ακούσω. Μαζί μου είχα μερικούς φίλους που τους είχα ήδη μυήσει στα ιερά και όσια του λαϊκού τραγουδιού. Στο μαγαζί βρισκόταν και ο Τούρκος καλλιτέχνης Κιουτσούκ Εμπράχ -κάπως έτσι τον έλεγαν-, που τότε είχε μεγάλη πέραση, όπως και οι τουρκικές βιντεοταινίες, στην πατρίδα μας και θα έδινε μία συναυλία στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Αφού βγήκε και τραγούδησε η Χαρούλα Λαμπράκη, παρακάλεσαν τον Τούρκο καλλιτέχνη να ανέβει στην πίστα. Πράγματι ο νεαρός τραγουδιστής έκλεψε την παράσταση και προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού. Μετά από αυτόν ήρθε η σειρά του Αγγελόπουλου. Έχω την εντύπωση ότι ο «Άρχοντας» κεντρίστηκε, το πήρε πατριωτικά το ζήτημα, και θέλησε να βάλει τα πράγματα στην θέση τους, να δείξει ποιος κάνει κουμάντο και είναι το αφεντικό στο σπίτι του. Σοβαρός, κολαριστός, ντυμένος στο «καντίνι και στην πένα» τράβηξε την «μολυβιά» του και διέγραψε ό,τι υπήρχε πριν, νωρίτερα. Πήρα το θάρρος και κατέβηκα τα στενά σκαλιά στα παρασκήνια. Μέσ' το γενικό χαμό βρέθηκα κάποια στιγμή δίπλα του. Του εξήγησα ποιος είμαι, με αγκάλιασε, με φίλησε, με μάλωσε που δεν του το είπα νωρίτερα, και μού ΄δωσε τα χαιρετίσματά του τονίζοντας: «Ξέρεις πόσα χρόνια με πηγαίνεις τώρα πίσω αδελφέ;» Την άλλη μέρα ξαναπήγα. Καθόμασταν στα πίσω τραπέζια. Σε μια τζαλκάντζα μάς έκοψε το μάτι του. Μετά από λίγο ο σερβιτόρος έφερε ένα ακόμη μπουκάλι ουίσκι «από τον κύριο Αγγελόπουλο». Όταν τελείωσε το πρόγραμμα ήρθε και μας χαιρέτισε. Πήγα στο Όνειρο 6-7φορές τη μία μετά την άλλη. Έμοιαζε σαν όνειρο για μένα... Άκουσα ότι σταμάτησε τις εμφανίσεις του γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα με την υγεία του. Στεναχωρέθηκα. Ο πατέρας μου έμαθε από συγγενείς του για το ταξίδι του στην Αγγλία, «μία συνηθισμένη επέμβαση»... Ένα βιβλίο για τον «άρχοντα»
Χρόνια τώρα κουβαλάω μέσα στο μυαλό την φωνή και τη φιγούρα του Αγγελόπουλου. Μελαγχολώ, νοσταλγώ και μαγεύομαι με τα τραγούδια και τις ερμηνείες του. Χάρηκα όταν άκουσα το Νίκο Ζιώγαλα να τραγουδά για τις «μπάσες του Μανώλη» στο «Αχ που με πληγώνει». Μέσα από τα φοιτητικά θρανία στην Κοζάνη, στη Χαλκίδα και στην Μπολόνια της Ιταλίας με λύπη διαπίστωσα ότι η νεότερη γενιά δε γνωρίζει την αξία και το έργο του. Πολλοί τον ξέρουν μέσα από την «Μολυβιά» κι άλλοι τον αποστρέφονται γιατί είναι «γύφτος». Θέλει αγώνα μέχρι να εξηγήσεις την ιστορία, μέχρι να τους "ψήσεις" να ακούσουν τα τραγούδια που αγαπούν και ξέρουν χωρίς να ...ξέρουν το λαϊκό τραγουδιστή Μανώλη Αγγελόπουλο. Τελευταία στεναχωριόμουν που δεν άκουγα και δε διάβαζα πια το όνομά του. Ξεχάστηκε όπως κι ο Γαβαλάς, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραπατάκης, ο Λαύκας, ο Τζουανάκος, ο Χρυσίνης... Σε μία εποχή που οι ζωντανοί θρύλοι μπαίνουν στο περιθώριο (Περπινιάδης, Ζαγοραίος, Λύδια, Πόλυ Πάνου, Γκρέυ, Δερβενιώτης κ.ά.) της μουσικής επικαιρότητας τι να περιμένεις γι' αυτούς που έφυγαν... Έγραψα ένα βιβλίο, τις Άπονες Εξουσίες, με αντικείμενο το λαϊκό τραγούδι στη δεκαετία του ΄70 και έβγαλα τα παράπονά μου. Επιμελήθηκα τη βιογραφία του Βαγγέλη Περπινιάδη με τίτλο Πριν το τέλος και βρισκόμουν στην προεργασία αυτής του Νίκου Καρανικόλα. Τον Τάσο Καραΐσκο δεν τον γνώριζα. Είχα ακούσει για το φιλικό δέσιμο που είχε με τους δικούς μου, είχαμε δώσει μια φορά τα χέρια σε ένα κοινωνικό γεγονός 5-6 χρόνια πριν και τίποτ' άλλο. Έμαθα από τον πατέρα μου ότι ετοιμάζει κάτι για τον Αγγελόπουλο και ήρθαμε σε επαφή. Το λαϊκό τραγούδι ενώνει τους ανθρώπους. Μου μίλησε για ένα βιβλίο «φόρο τιμής» στο σπουδαίο καλλιτέχνη και φίλο του. Έτσι κυκλοφόρησε η έκδοση Μανώλης Αγγελόπουλος - Ο Μεγάλος Τσιγγάνος, όπως τον γνώρισα... στο οποίο είχα την τύχη να υπογράψω την μουσικοκαλλιτεχνική έρευνα και τον πρόλογο. Επίλογος

O «Mεγάλος Tσιγγάνος» είναι ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος. Η ερμηνεία του είναι ένα μάθημα ευαισθησίας, ψυχικής αλήθειας και ομορφιάς. Είπαμε, το χάρισμα, η μοναδικότητα δεν εξηγείται με λόγια. Δεν είναι μόνο «οι μπάσες» του Μανώλη, είναι και οι «χαμηλές», είναι η γλύκα στην χροιά, η αρχοντιά στην έκταση, το ρίγος στα σπασίματα της φωνής. Είναι η τέχνη του λαϊκού τραγουδιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: