10 Νοεμβρίου 2010

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Μπάση - τεύχος 4 (2002)

Δημήτρης Μπάσης

Επανεκτέλεση & δημιουργία

του Ηλία Βολιότη- Καπετανάκη
(Περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τεύχος 4, 2002)

Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε τον Δημήτρη Μπάση βγήκαν δυο δίσκοι με επανεκτελέσεις τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη που δείχνουν μια ακόμα πλευρά της διαχρονικότητας του σπουδαίου έργου. Μπορεί να εμπνέει και να ψυχαγωγεί και την νέα γενιά των τραγουδιστών και μέσω αυτών να γίνεται πιο προσιτό στους συνομηλίκους τους. Η αρχή της συνεργασίας γίνεται με «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και συνεχίζεται με τα ερωτικά του Μίκη υπό τον τίτλο «Η αγάπη είναι φωτιά». Μετά το δημοτικό και το ρεμπέτικο μια «νέα» παράδοση παίρνει σιγά-σιγά την θέση της στην τεράστια ελληνική μελωδική προίκα, με τα έργα ή τα σκόρπια τραγούδια των κατοπινών λαϊκών συνθετών κατά τον ίδιο... πατροπαράδοτο τρόπο: Επανεκτελούνται ή γίνονται στημόνι για τα επόμενα κεντήματα της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παιδί μεταναστών ο Δημήτρης Μπάσης γεννιέται στη Γερμανία, αλλά στα οκτώ του χρόνια πραγματοποιεί το όνειρο του επαναπατρισμού. Ο ίδιος θεωρεί σημαντική την επίδραση της μετανάστευσης στην πορεία του. «Από μικρό παιδί τα αυτιά μου γέμισαν ελληνική μουσική, συνδετικός κρίκος με την πατρίδα. Αυτή η μουσική μας ταξίδευε στην Ελλάδα και τόνιζε το όνειρό μας ότι κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσουμε στις ρίζες μας»- λέει. Μαζί με τον παιδικό πόθο να γίνει τραγουδιστής. Φυσικά δεν τολμούσε να τον εκφράσει, αφού όλοι οι γονείς μας, πολύ περισσότερο στην επαρχία, θέλουν να γίνει το καμάρι τους, γιατρός, δικηγόρος, πολιτικός μηχανικός, άντε πυρηνικός επιστήμονας και όχι... ανυπόληπτος καλλιτέχνης. Όταν όμως επιθυμείς κάτι πολύ... Αλλά καλύτερα να μας τα πει ο ίδιος...
-----

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΣΗΣ: Είναι φυσικό να υπάρχουν προκαταλήψεις σε κάθε μικρή κοινωνία. Μπορεί να έχει λάμψη αλλά οι γονείς θεωρούν ότι ο καλλιτεχνικός χώρος δεν είναι καθαρός, ότι κρύβει παγίδες. Η πρώτη μου επαφή με την μουσική ήταν η εκκλησία. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα σαν οικογένεια εκκλησιαζόμασταν τακτικά. Εκεί ανακάλυψα τη μαγεία της βυζαντινής μουσικής. Πολύ γρήγορα αυτή η αγάπη με οδήγησε σε ηλικία 9 ετών στο ψαλτήρι και να ψάλλω δίπλα στον ψάλτη του χωριού. Για καλή μου τύχη ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής, με σπουδές. Άρχισα, λοιπόν τα μαθήματα στο σπίτι με τον Θεόδωρο Αβρουζίδη. Δεν με έφταναν και σπούδασα και στο Μακεδονικό Ωδείο Γιαννιτσών.
Και το βάφτισμα του πυρός;
Δ. Μ.: Πρώτη εμφάνιση στην πόλη μου, στο Κιλκίς από όπου και κατάγομαι. Με την υποστήριξη των φίλων μου κάποια στιγμή ανέβηκα στο πάλκο, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Τον επόμενο χρόνο κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη και δουλεύω σε μια καινούρια τότε μουσική σκηνή. Αυτά γίνονται σε ηλικία 20-21 ετών. Το μαγαζί λεγόταν "Πουέρτο" και είναι σταθμός στην καριέρα μου γιατί διαδόθηκε στην Θεσσαλονίκη το νέο ότι ένας πιτσιρικάς τραγουδά στο μαγαζί πολύ καλά. Με αφορμή αυτήν την φήμη πολλοί περνούσαν να γνωρίσουν τον... πιτσιρικά. Μεταξύ αυτών και ο Σταμάτης Κραουνάκης, από τότε κυνηγός ταλέντων. Τον χειμώνα του 1992 με ακούει και μου προτείνει να κατεβώ στην Αθήνα και να ενταχθώ στην ομάδα τους που τότε αποτελείτο από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, την Λίνα Νικολακοπούλου και τον νεοφερμένο Κώστα Μακεδόνα. Ήρθα Αθήνα και άρχισε να ξεδιπλώνεται το κουβάρι.

Και το δισκογραφικό βάφτισμα;
Δ. Μ.: Το παίρνω τον Απρίλιο του 1997 με τον πρώτο προσωπικό δίσκο με τραγούδια του Κώστα Φαλκόνη και του Χρήστου Παπαδόπουλου. Αυτός ο δίσκος έχει και 3 τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου αλλά πολύ γρήγορα επισκιάστηκε γιατί 6 μήνες αργότερα κυκλοφόρησε το σάουντρακ "Ψίθυροι καρδιάς" το οποίο σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και ουσιαστικά ο κόσμος ξέρει σαν ξεκίνημά μου αυτό το σάουντρακ με την υπογραφή του Χρήστου Νικολόπουλου.

Τηλεοπτική αφετηρία…
Δ. Μ.: Για μένα ήταν δισκογραφική καριέρα γιατί η τηλεόραση ήταν αφορμή να ακουστεί το τραγούδι και να αγαπηθεί γρήγορα και εύκολα...

Να περάσουμε στο κύριο θέμα: Επανεκτελέσεις τραγουδιών και το ρίσκο που κρύβουν για τον καλλιτέχνη.
Δ. Μ.: Πρέπει στις δεύτερες εκτελέσεις να προσεγγίζουμε με σεβασμό τα τραγούδια. Να μην προσβάλεις το μεγαλείο που έχει κάθε τραγούδι. Λέω ναι στην δεύτερη εκτέλεση όταν γίνεται με τον τρόπο που αναφέραμε. Είχα μια πρόσφατη εμπειρία με το «Σπασμένο καράβι», ένα single που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο και έγινε πολύ γρήγορα χρυσό.

Αλήθεια πώς σου φαίνεται με την απόσταση κάποιου χρόνου; Επειδή είμαι ευθύς και δεν κολακεύω, εμένα δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η εκτέλεση...
Δ. Μ.: Θα σου πω το εξής: θέλησα να δώσω ένα άλλο χρώμα σε αυτό το τραγούδι. Σίγουρα όταν κάνεις κάτι δεν μπορεί να αρέσει σε όλον τον κόσμο.

...και δεν φταις εσύ, φταίει η εξεζητημένη ηλεκτρονική ενορχήστρωση.
Δ. Μ.: Κοίταξε να δεις, εγώ πιστεύω ότι το κομμάτι αποδόθηκε με έναν άλλο τρόπο, έγινε εμπορική επιτυχία και θα κρατήσω το εξής: παιδιά 15-16 χρόνων που έρχονται στο καμαρίνι μου λένε «συγχαρητήρια για το καινούριο σας τραγούδι». Και τους εξηγώ φυσικά ότι είναι του Γιάννη Σπανού σε ποίηση Γιάννη Σκαρίμπα με πρώτο εκτελεστή τον Καράλη. Αμέσως οι νέοι ανακαλύπτουν τα μεγάλα τραγούδια παλιότερων δημιουργών. Κάνει καλό η επανεκτέλεση.

Δεν διαφωνώ με αυτά που λες, αλλά επιμένω στο «Σπασμένο καράβι» φταίει η ηλεκτρονική εκφορά της μελωδίας...
Δ. Μ.: Σέβομαι την άποψή σου και μου αρέσει να ακούω να μιλάνε στα ίσα. Αλλά η πρώτη εκτέλεση έχει μια και μοναδική γοητεία.

Αποστασιοποιήσου από την δική σου ερμηνεία στο τραγούδι που την θεωρώ έντιμη. Γιατί να βάλουμε τόσα ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια στο τραγούδι που αλλοιώνουν την ατμόσφαιρά του;
Δ. Μ.: Διότι η μουσική εξελίσσεται. Δεν έγινε κάτι ακραίο. Απλώς δόθηκε ένας ηλεκτρισμός στο τραγούδι που πιθανόν εκείνη την εποχή να μην υπήρχαν τα μέσα για να δοθεί.

Να μιλήσουμε τώρα για την δουλειά σου με τον Μίκη.
Δ. Μ.: Ένας δίσκος με την υπογραφή και την σφραγίδα του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη...

...ο οποίος μετά από 15 χρόνια ξαναμπαίνει στο στούντιο, αυτό είναι το σημαντικότερο.
Δ. Μ.: Ίσως είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχω καταφέρει στην καριέρα μου. Ένας δίσκος με τον Μίκη Θεοδωράκη που ο ίδιος διευθύνει και ενορχηστρώνει. Ό,τι και να πούμε εμείς για αυτές τις εκτελέσεις τον πρώτο λόγο έχει ο Μίκης Θεοδωράκης. Τα συναισθήματα είναι ανάμικτα. Είμαι πανευτυχής που έχω στις αποσκευές μου αυτόν τον δίσκο. Υπάρχει όμως η αγωνία και το άγχος, διότι πραγματικά αυτά τα τραγούδια έχουν ερμηνευθεί από πολύ μεγάλες φωνές με κορυφαίο τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που για μένα είναι η μεγαλύτερη φωνή μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Μοιραία γίνεται σύγκριση. Υπάρχει ωστόσο και το άλλοθι του μεγάλου συνθέτη που επιλέγει έναν καλλιτέχνη της νέας γενιάς και με όχημα αυτόν θέλει να διαδώσει την μουσική του στις νεώτερες γενιές.

Υπάρχει και το «άλλοθι» που είπε ο Μίκης στην συνέντευξη παρουσίασης του δίσκου: Αν ένα τραγούδι μείνει ειπωμένο πριν 20-30-40 χρόνια και δεν ξαναεκτελεστεί κινδυνεύει να ξεχαστεί.
Δ. Μ.: Εγώ θα προσθέσω και το άλλο, μακάρι μετά από 30 χρόνια κάποιοι νέοι τραγουδιστές να επανεκτελέσουν δικά μου τραγούδια. Έτσι διαδίδονται τα καλά τραγούδια. Επειδή υπάρχει μια στειρότητα στην εποχή μας καταφεύγουμε στα παλιά μεγάλα τραγούδια. Εφόσον αναφέρεσαι στην συνέντευξη τύπου θα θυμάσαι και το άλλο που είπε ο Μίκης ότι «έχω σταματήσει να γράφω τραγούδια και επειδή ένιωσα την ανάγκη να μπω στο στούντιο με την φωνή του Μπάση καταφύγαμε σε παλιότερο υλικό».

Περνάνε τα χρόνια... Το θετικό είναι πως ο Μίκης Θεοδωράκης στα 76 -πόσο είναι τώρα;- είναι θαλερός και μπορεί να διευθύνει ορχήστρες, να παίζει το έργο του. Να επανέλθουμε: Εσύ πώς κινείσαι ανάμεσα στην Σκύλα του δέους και την Χάρυβδη του ρίσκου για τον καλλιτέχνη;
Δ. Μ.: Θεωρώ ότι η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη και στο στούντιο αλλά και σε εμφανίσεις, γιατί είχα την τύχη να ερμηνεύσω στο Ηρώδειο το καλοκαίρι ένα από τα πιο σημαντικά έργα του συνθέτη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» - θεωρώ λοιπόν ότι είναι ευλογία ένας συνθέτης σαν τον Μίκη Θεοδωράκη να κάνει δίσκο με έναν τραγουδιστή της νέας γενιάς. Εμείς δεν γνωρίσαμε τους μεγάλους συνθέτες τον Μίκη, τον Λοΐζο, τον Χατζιδάκι, όλους αυτούς. Ευτύχησα όμως να συνεργασθώ με τον Μίκη Θεοδωράκη και...

...επομένως αλλάζει αντικείμενο το δέος, είναι όχι στο τραγούδι αλλά απέναντι στον μεγάλο συνθέτη...
Δ. Μ.: Ελαφραίνει λίγο το άγχος μου το ότι είμαι επιλογή του. Ναι μεν έχω άγχος γιατί μοιραία συγκρίνεσαι με τις παλιές εκτελέσεις αλλά από την άλλη είναι επιθυμία του ίδιου του Μίκη να γίνει ο δίσκος και δεν μπορώ να θεωρήσω ότι είναι το θράσος ενός νέου τραγουδιστή που αγγίζει αυτά τα τραγούδια.

Πώς τιθασεύεις το δέος απέναντι στον μεγάλο συνθέτη;
Δ. Μ.: Όσο μεγάλος είναι στο έργο του ο Μίκης Θεοδωράκης τόσο απλός στην ζωή. Επειδή ο ίδιος ξέρει ότι θα τον αντιμετωπίσεις με δέος προσπαθεί από την πρώτη στιγμή να σου αποβάλει το άγχος. Με βοήθησε πολύ. Πάντα με σεβασμό να ασχοληθώ με την δημιουργική πλευρά του δίσκου. Κατάφερε με τη διδασκαλία του να απελευθερώσω τον εαυτό μου και να μου πάρει τα καλύτερα στοιχεία που έπρεπε για το κάθε τραγούδι.

Όταν δεν υπάρχει αυτή η «ευλογία», όταν ο τραγουδιστής δεν έχει την τύχη να συνεργασθεί με έναν μεγάλο συνθέτη;
Δ. Μ.: Από κάπου πρέπει να πάρει το μήνυμα. Εγώ με το «Σπασμένο καράβι», επειδή το παρουσίαζα στο μαγαζί σφυγμομέτρησα τις αντιδράσεις του κόσμου. Στην περίπτωση που δεν έχεις την ευλογία του μεγάλου συνθέτη πρέπει με ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό να αντιμετωπίζεις κάθε τραγούδι που επανεκτελείς. Να μην το ...χειρουργήσεις γιατί η εκτέλεση θα είναι προσβολή και για σένα αλλά και για τον κόσμο.

Εκεί είναι και το ρίσκο για τον καλλιτέχνη.
Δ. Μ.: Τίποτα δεν γίνεται χωρίς ρίσκο. Για τις επανεκτελέσεις το επαναλαμβάνω με σεβασμό και ευλάβεια.

Το ευλάβεια να μην το εκλάβουμε ως... αραχνιασμένο μουσείο.
Δ. Μ.: Όχι φυσικά! Το ζήτημα είναι να μην κουτσουρεύουμε τα παλιά μεγάλα τραγούδια.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να πλασαριστεί ένας νέος στη δισκογραφία και στο πάλκο;
Δ. Μ.: Εξαρτάται, είναι και πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο. Αναλόγως αν ο τραγουδιστής που θα πει το καλημέρα στην δισκογραφία και στο κοινό του είναι ή όχι κατασκεύασμα της δισκογραφικής εταιρείας.

Είναι ζήτημα συγκυριών;
Δ. Μ.: Είναι θέμα συγκυριών... Είναι θέμα ταλέντου... Αν θέλει να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο, να υπηρετήσει το καλό τραγούδι, όχι να γίνει κατασκεύασμα με ημερομηνία λήξης. Εκεί δεν είναι εύκολα τα πράγματα.

Πώς βλέπεις με την μέχρι τώρα καριέρα σου τα κατασκευάσματα των εταιρειών;
Δ. Μ.: Όλοι οι καλλιτέχνες δεν είναι κατασκευάσματα. Υπάρχουν τραγουδιστές που με οδηγό το ταλέντο, επειδή η εποχή ζητά νέο πρόσωπο, με λίγη βοήθεια της τύχης εδραιώθηκαν στον χώρο. Είναι και οι άλλοι. Λέει η εταιρεία: θα φτιάξουμε έναν τραγουδιστή με αυτές τις εμπορικές προδιαγραφές της μόδας, θα του βγάλουμε 1-2 δίσκους και άμα δούμε ότι δεν τραβάει, ετοιμάζουμε τον επόμενο με άλλες προδιαγραφές. Τα τραγούδια βγαίνουν με τρομακτική ταχύτητα, ο τραγουδιστής λέει ένα δίσκο τον χρόνο με κάποιο σουξέ που μετά τρεις μήνες κανείς δεν το θυμάται.

Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό, να σκεφθείς: έλα μωρέ να πούμε 2 σουξεδάκια φτηνιάρικα να τα οικονομήσουμε και μετά βλέπουμε;
Δ. Μ.: Όχι! Είναι θέμα χαρακτήρα, είναι καθαρά θέμα παιδείας, είναι πολλά... δεν θα μπορούσα να το κάνω. Δεν θα υπηρετούσα σωστά αυτό το πράγμα. Επειδή δεν μπορώ να το υπηρετήσω σωστά δεν είναι δυνατόν να αποτελέσω κατασκεύασμα κάποιας δισκογραφικής εταιρείας. Για παράδειγμα φτιάχνουν ένα δίσκο και πριν δουν τα τραγούδια σκέφτονται το εξώφυλλο. Στην άλλη όχθη μπορεί να περάσεις και 3 χρόνια ψάχνοντας για τραγούδια.

Είναι πιο επώδυνο οπωσδήποτε.
Δ. Μ.: Ναι, αλλά τουλάχιστον αφήνεις κάτι πίσω σου.

Οι τραγουδιστές δεν γράφετε τραγούδια. Ένα κατασκεύασμα εταιρείας φροντίζει αυτή πριν απ΄ αυτόν για αυτόν. Για σας ποιος... σκέφτεται; Δεν είναι μεγάλο άγχος;
Δ. Μ.: Σίγουρα είναι μεγάλο άγχος. Δεν υπάρχουν οι παλιοί μεγάλοι δημιουργοί που έβγαζαν τραγούδια. Επίσης μεγάλος ο πληθωρισμός. Βγαίνουν περίπου 2.000 δίσκοι τον χρόνο πολλαπλασίασέ το με το 12 ή το 14 και έχεις έναν αστρονομικό αριθμό τραγουδιών. Πώς θα βρεθούν; Ας μη γελιόμαστε, δεν είναι τόσο ρομαντικά τα πράγματα.

Πώς λοιπόν ο Δημήτρης Μπάσης σε μια μη ρομαντική εποχή προσπαθεί να εκφράσει τον ρομαντισμό του μέσα από το τραγούδι;
Δ. Μ.: Υπάρχει κατά βάθος φως στο τούνελ. Δεν μπορώ να το δω έτσι ψυχρά και εμπορικά. Υπάρχει ο ρομαντισμός να κάνουμε κάτι και εμείς που πρώτα θα το αγαπήσουμε οι ίδιοι και μετά ο κόσμος, κάτι να μείνει στην ζωή. Το προσπαθούμε. Πάντα με τραγούδια που αγγίζουν την ψυχή μας, που έχουν πρώτα να πουν κάτι σε μένα, γιατί, πιστεύω, ότι έτσι θα μιλήσουν και στον κόσμο.

Πώς βλέπεις το τραγούδι σήμερα; Όλα μας φταίνε;
Δ. Μ.: Ακούω από μερικούς φίλους και συναδέλφους μια κινδυνολογία για το τραγούδι που έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Καθόλου δεν συμφωνώ. Δεν ζούμε σε χρυσή εποχή με τα μεγάλα τραγούδια. Είμαι αισιόδοξος μέσα σε αυτόν τον χαμό. Υπάρχουν καλά τραγούδια που αργούν να έλθουν στην επιφάνεια. Βγαίνουν νέοι αξιόλογοι συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές. Πολύ σύντομα, πιστεύω, θα περάσουμε σε καλές μέρες για το τραγούδι. Εκείνο που λέω πολλές φορές στον κόσμο είναι: Υπάρχουν και πολύ καλά τραγούδια. Ανακαλύψτε τα!

Έστω και σε εποχή κρίσης και υποβάθμισης των αξιών;
Δ. Μ.: Μπορεί να υπάρχει η κρίση αλλά όταν η εποχή γεννήσει μεγάλα ταλέντα είναι δυνατόν να καπελωθούν από την κρίση;

Αλλά πάλι και η κρίση θέλει έκφραση και απαντοχή.
Δ. Μ.: Πάντα το τραγούδι έπαιζε και παίζει αυτόν τον ρόλο. Εκεί είναι η μαγεία και η ομορφιά του λαϊκού μας τραγουδιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: